Στα υπόγεια των χειρουργείων… τα δευτερόλεπτα αιώνες!

Είναι τα κρύα υπόγεια πόρτας μεγάλης που δυστυχώς οι περισσότεροι έχουμε διαβεί..

Οι πιο τυχεροί στην αίθουσα αναμονής, να δαγκώνουμε τα δάχτυλά μας από την αγωνία κι αμέσως μετά να τα ενώνουμε σφιχτά με αυτά του διπλανού μας, σιγομουρμουρίζοντας ακατάληπτα γνωστές κι άγνωστες προσευχές.

Οι πιο άτυχοι, που αν όλα πάνε καλά, αποδεικνύονται τυχεροί και ευγνωμονούν ες αεί θεούς και θνητούς, έρχονται οριζοντιωμένοι σε φορητά κρεβάτια που με δύναμη και, ασυνήθιστη για μας- ρουτινιασμένη γι’ αυτούς ταχύτητα σπρώχνουν άνθρωποι κρυμμένοι μέσα σε πράσινες ρόμπες πάνω σε ανατομικά τσόκαρα.

Κι είναι κι αυτοί που διάλεξαν σκοπό ζωής να υπηρετούν τη ζωή, παλεύοντας μέρα με τη μέρα με το θάνατο, με το αίμα, με το χρόνο. Αυτοί που με ανατριχιαστική ψυχραιμία φορούν μάσκες, κρατούν νυστέρι, συγκεντρώνουν το βλέμμα σε ζωτικά όργανα που εμείς ούτε να κοιτάξουμε δεν μπορούμε. Αυτοί που δέχονται, αδίκως οι περισσότεροι, την οργή μιας κοινωνίας επαναστάτριας χωρίς αιτία. Μιας κοινωνίας που τους χαρακτηρίζει αβασάνιστα διεφθαρμένους, βολεμένους, ανάλγητους λόγω της εξοικείωσής τους με τον πόνο.

Είναι η ίδια κοινωνία που όρθια πηγαινοέρχεται με νευρικότητα στους διαδρόμους των υπογείων. Η ίδια που στριμώχνει χαρτονομίσματα σε φακελάκια που δε ζητήθηκαν, που ίσως υπονοήθηκαν, που τα κατηγορεί, αλλά διαιωνίζει το είδος τους.

Είναι οι συγγενείς, οι φίλοι.

Ο πόνος για τους οικείους τους κοινός τόπος. Τα μερόνυχτα στους θαλάμους κάνουν παρέα, ανταλλάσσουν κεράσματα, κουβέντες, αναλώσιμα.

Κι εκεί στα υπόγεια περιμένουν, περιμένουν… τον μαντατοφόρο, αυτόν που συνδέει τον έξω κόσμο με τα ενδότερα των μαχών.

Περιμένουν ν’ ακούσουν το σωστό όνομα και να διαβάσουν στα χείλη με το μόνιμο πλην ανέκφραστο μειδίαμα ένα “όλα καλά”.

Κι αυτός καμιά φορά περιμένει το ρεγάλο, όπως γίνεται με αυτόν που ανακοινώνει τα γεννητούρια.

Κι αργά ή γρήγορα η πόρτα ανοίγει, ακούς το όνομα του αγαπημένου σου, κάνεις απανωτές ερωτήσεις, οι κύριοι με τα πράσινα τον σπρώχνουν προς το ασανσέρ, τόσο γρήγορα που τους κυνηγάς. Νομίζεις ότι παίζεις σε κινηματογραφική ταινία. Φτάνετε στο δωμάτιο, τον μεταφέρουν στο κρεβάτι με αυτοματοποιημένες κινήσεις, φοβάσαι ότι έτσι όπως τον κοπανάνε θα σπάσει.

Κι αυτός δε μιλάει, το χρώμα του είναι περίεργο, ψελλίζει κάτι που θέλει, νερό, να κοιμηθεί, κάτι τον πονάει, κρυώνει. Το γυμνό σώμα κάτω απ’ το σεντόνι απόδειξη μιας αξιοπρέπειας σε τρώση.

Μέχρι να βεβαιωθείς ότι είναι καλά, θα κοιμηθεί και θα ξυπνήσει πολλές φορές. Μέχρι να επανέλθει πλήρως θα περάσει καιρός.

Είναι ο καιρός που δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα, αλλά που ταυτόχρονα σκέφτεσαι τα πάντα.

Στιγμές καλές και κακές έρχονται στη μνήμη.

Οι υποχρεώσεις, τα λεφτά, οι δουλειές έρχονται σε δεύτερη μοίρα.

Εγωισμοί, ανόητοι καβγάδες, πείσματα παραμερίζονται.

Είναι οι στιγμές που βάζεις τις αξίες στη σωστή σειρά.

Εύχομαι να μην έχεις περάσει τέτοιες στιγμές.

Αν έχεις ζήσει όμως, μείνε στη σωστή σειρά και ζήσε μια ζωή με αγάπη.

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *