Αναβολή γάμου

Απόψε θέλω να βγω. Μόνη να περπατήσω στους ‘’έξι δρόμους’’. Και ας ρίχνει  λίγη βροχή έξω. Ακόμη καλύτερα. Θέλω να  εξαγνιστώ!!

Με την σκέψη μου σε σένα, θα βαδίσω μέχρι το σπίτι σου. Θα κοιτάξω επάνω στο παραθύρι σου μήπως και δω την γνώριμη φιγούρα σου. Όμως το σκοτάδι φανερώνει ότι απουσιάζεις. Τι να πρωτοθυμηθώ από σένα; Κρατώ προς το παρόν τις όμορφες μας στιγμές.

Ο δεύτερος δρόμος με φέρνει στην οικία της. Σε αντίθεση με σένα, εκεί τα φώτα είναι αναμμένα. Ένας κόμπος μου κλείνει την ανάσα. Ένα δάκρυ μου ξεκινά να κυλάει. Κοιτάζω με χαμένο βλέμμα προς τα πάνω. Οι κουρτίνες της είναι κλειστές. Εκεί είσαι το νιώθω. Σίγουρα στο κρεβάτι της. Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι σε αγγίζει. Ένα “αγκάθι” με διαπερνά.

Κατηφορίζω σ’ ένα στενό πιο κάτω. Σταματώ έξω από το κατάστημα σου. Πόσες μέρες μας πήρε να το στήσουμε, θυμάσαι; Και εκείνη, είχα την ατυχία, να μένει τόσο κοντά! Ακόμη θυμάμαι πώς έλαμψαν τα μάτια σου μόλις πέρασε για πρώτη φορά την είσοδο. ‘’Ιδέα μου’’, σκέφτηκα πώς ήταν. Δυστυχώς όμως ήταν η αρχή του τέλους μας.

Η βροχή δυναμώνει και ξεκινάω για τον τέταρτο δρόμο μου. Καταλήγω σε ελάχιστα λεπτά μπροστά στο εστιατόριο που πηγαίναμε.

– Ναι! Δέχομαι! Σου φώναξα τότε με χαρά και συγκίνηση μπερδεμένα σ’ ένα κουβάρι. Και από την επόμενη τα σχέδια του γάμου μας έδιναν και έπαιρναν. Δαντέλες και προσκλητήρια είχαν τον πρώτο ρόλο. Όμως σταμάτησαν απότομα λίγες ημέρες πριν την τελετή. Πόση δύναμη μου δίνεις Θεέ μου για να μην φωνάξω!!!

Με δάκρυα πια περπατώ για τον πέμπτο δρόμο μου. Με πιο αργό βάδην πλέον. Έχω κουραστεί. Ψυχικά και σωματικά. Επιτέλους ξεπρόβαλε η εκκλησία «μας». Πιασμένοι από το χέρι πήγαμε να βγάλουμε τις άδειες μας. Ο ιερέας μας είπε πόσο αγαπημένοι δείχνουμε. – Την έψαχνα χρόνια πάτερ μου να την βρω!! Του είπες. – Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω να μου φύγει!! Συνέχισες χαμογελώντας. Δεν αντέχω άλλο. Πιάνω το κεφάλι μου και γονατίζω μέσα στο προαύλιο της. Η βροχή τρυπάει τα κόκαλα μου πλέον αλλά θέλω να κλάψω. Και εκεί όπως είμαι αρχίζω να χτυπώ το στήθος μου και να ‘’μοιρολογώ’’. Σίγουρα αν με έβλεπε κανείς θα με περνούσε για τρελή. Αλλά ποιος θα μου πει ότι είμαι λογική. Έφτασα στο τέρμα μου, άλλη υπομονή δεν έχω. Δεν έχω!! Πέρασαν αρκετά λεπτά  μέχρι να ηρεμήσω, να σηκωθώ και να φύγω.

Ξεκινώ για τον έκτο και τελευταίο μου δρόμο για απόψε. Μου πήρε ώρα να φτάσω αλλά έπρεπε. Εξάλλου από εδώ ξεκίνησα. Είναι η αφετηρία μου. Κοιτάζω την πόρτα μου. Και ψάχνω να βρω τα κλειδιά μου για να ανοίξω να μπω. Έφτασα στην φωλιά μου. Μα δεν θέλω να ανέβω. Τι να κάνω εκεί; Μέσα σ΄αυτό το σπίτι, μου ανακοίνωσες ότι “παγώνουμε”  τον γάμο μας. Έτσι απλά με μια πρόταση. Γέλασα στην αρχή. Μα το βλέμμα σου δεν με κοιτούσε. Είχες χαμηλώσει το κεφάλι σου.- Τι λες άνθρωπε μου; Φώναξα. Τι αστείο είναι αυτό;

– Υπάρχει άλλη!! Ξεστόμισες. Λυπάμαι ειλικρινά.

 -Εκείνη είναι πες μου; Φώναξα. Μα δεν μου απάντησες. Έτσι απλά ψέλλισες μια συγνώμη και έφυγες. Έφυγες να πας που; Σ’ αυτήν ναι! Κι εγώ ράκος πίσω σου να κλαίω. Ώσπου το μάτι μου έπεσε πάνω του. Το νυφικό φάνταζε μισητό στην κούκλα επάνω. Το κοίταζα ταραγμένη και χωρίς να το σκεφτώ το έσκισα με μανία με τα χέρια μου. Χίλια κομμάτια το έκανα. Ούρλιαζα σαν τον λύκο στο δάσος. -Γιατί; Γιατί; Γιατί; Δεν το χωρούσε ο νους μου.

Οι σκέψεις μου σταμάτησαν ξαφνικά όταν ένας περαστικός με πλησίασε περίεργα.   Καθισμένη ήμουν  ακόμη  έξω στα σκαλοπάτια μου χωρίς να μπορώ να συγκρατώ τα δάκρυα μου. – Καλά είμαι, μη μου δίνεις σημασία. Είπα στον άγνωστο.  Ίσως έπρεπε να του πω και ευχαριστώ γιατί χάρη σε εκείνον αποφάσισα να μπω επιτέλους  στο σπίτι μου. Μπαίνοντας μέσα, μου φάνηκε περίεργο το πόσο ήρεμο φαινόταν. Δεν είχε τίποτα πια μέσα να μου θυμίζει εκείνον. Πήγα στα  γρήγορα και έκανα ντους. Φορώντας το νυχτικό μου πια μπήκα στην κρεβατοκάμαρα μου να ρίξω μια σταγόνα άρωμα επάνω μου. Έτσι κοιμόμουνα κάθε βράδυ.  Και πλέον στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού μου .”Έχει και τα καλά του ένας χωρισμός” συλλογίστηκα, πηγαίνοντας προς το σαλόνι να  σερβίρω στον εαυτό μου ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.  Έβαλα  μουσική και βγήκα στο μπαλκόνι μου. Μια κάθαρση ένιωθα. Έβγαλα από μέσα μου, όσα με βασάνιζαν.

Λυτρωτική η βόλτα μου στους ‘’έξι δρόμους’’ τελικά.

– Στην υγειά μου! Είπα. Και ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη μου μετά από μήνες.

Εύη Π. Γουργιώτη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *