Ο πόνος, είναι κομμάτι της ζωής!
«Μάλλον πρέπει να απομακρυνθούμε! Είναι επικίνδυνα!» Μου ψιθύρισε το μυαλό. Εγώ δεν απάντησα, έμεινα εκεί να κοιτάζω το χάος κατάματα.
«Σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε, φοβάμαι!» Έκλαψε για άλλη μια φορά, μα δεν αντέδρασα καθόλου. Το μυαλό με τα χέρια του, τράβηξε απαλά το μανίκι μου.
«Σε παρακαλώ, άκουσε με! Φοβάμαι! Ξέρω ότι έρχεται ο πόνος και θα αφήσει το σημάδι του επάνω μας!» Προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη να με απομακρύνει, φοβόταν πως θα άνοιγα την πόρτα που μας έφραζε το δρόμο και θα δραπέτευαν το χάος και ο πόνος.
«Πάντα με άκουγες, σε προστάτεψα πολλές φορές, έφτασες εδώ που είσαι σήμερα χάρη σε’ μένα! Γιατί με αγνοείς τώρα!» Γνώριζε πως δε θα απαντούσα, δεν του έδινα σημασία. Όμως αντίθετα με όσα πίστευε άκουσε τη δική μου φωνή.
«Την αγαπάω, χρειάζεται ένα φίλο! Αν φύγω τώρα, πως θα μπορέσω να ζήσω γνωρίζοντας πως άφησα ένα άτομο που αγαπούσα μόνο του σε μια δύσκολη στιγμή;» Το μυαλό σάστισε στο άκουσμα της φωνής μου.
«Εγώ ένα ξέρω!» Φώναξε η καρδιά. «Όποιος αγαπάει, πολεμάει!» Ξεκίνησε τώρα σιγά-σιγά να προσπαθεί να απομακρύνει τα χέρια του μυαλού από το μανίκι μου.
«Μα το βλέπεις και εσύ, πίσω από αυτή την πόρτα κρύβεται ο πόνος!» Αναφώνησε το μυαλό.
Η καρδιά συνέχισε να προσπαθεί να απομακρύνει τα χέρια του μυαλού από πάνω μου και τα είχε σχεδόν καταφέρει.
«Τη βλέπω την πόρτα, ακούω και τον πόνο που χαζογελάει κρυμμένος από πίσω. Νομίζει θα με ξαφνιάσει και θα με πονέσει με τα μαχαίρια του!» Βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα, χέρια κατεβασμένα, η ανάσα κοφτή και το μέλλον αβέβαιο, δεν το κρύβω, ένιωθα μεγάλο φόβο.
«Και δηλαδή νομίζεις πως δε θα πονέσεις;» Ρώτησε το μυαλό, καθώς ένιωσα τα χέρια του να σφίγγουν όλο και λιγότερο το δικό μου.
Δεν πρόλαβα να απαντήσω, με πρόλαβε η καρδιά. Η καρδιά, άφησε τα χέρια του μυαλού και έδειξε το πρόσωπο μου.
«Πονάει ήδη, για κοίτα τον καλύτερα, ήδη κλαίει!» Μόλις τελείωσε την πρόταση της η καρδιά, το μυαλό κοίταξε προσεχτικά το πρόσωπό μου και είδε τα δάκρυα που είχαν σχηματιστεί στα μάτια μου.
«Μα τότε γιατί; Δεν έχει λογική! Γιατί θέλεις να πονάς;» Το μυαλό δεν με τραβούσε πια, στεκόταν εκεί περιμένοντας μια απάντηση.
«Εσύ σκέφτεσαι λογικά, είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζεις. Μαζί σου είμαι πάντα ασφαλής. Μαζί σου πετυχαίνω κάθε στόχο μου. Μα σε αντίθεση με’ σένα υπάρχει και η καρδιά.» Στην μικρή παύση που έκανα το μυαλό γύρισε και κοίταξε την καρδιά, η οποία κοιτούσε το πάτωμα με μάτια θλιμμένα.
«Η καρδιά έμαθε να σκέφτεται με το συναίσθημα, αν άκουγα πάντα αυτήν θα είχα υποφέρει πολύ!» Το πρώτο δάκρυ σχηματίστηκε στο βλέμμα της καρδιάς.
«Και εσύ πως σκέφτεσαι δηλαδή;» Απόρησε το μυαλό.
«Εγώ ακούω τις σκέψεις και των δυο σας. Γιατί έχω εσένα που μπορείς να με κρατήσεις ασφαλή, μα ποτέ δε θα μπορούσες να με κάνεις όσο χαρούμενο, μπορεί να με κάνει η καρδιά.» Τα δάκρυά μου σαν ποτάμια, εγκατέλειπαν τα μάγουλα μου και το μυαλό είχε σαστίσει.
«Ξέρω τι με περιμένει, μα όταν αγαπάς, προτιμάς να πληγωθείς και όχι να πληγώσεις!» Τελείωσα και ακούμπησα το χερούλι της πόρτας.
«Και όταν ο πόνος μας επιτεθεί…; Τότε τι θα κάνουμε;» Ρώτησε το μυαλό με βουρκωμένα μάτια.
«Θα τον αντιμετωπίσουμε παρέα, έτσι όπως αντιμετωπίζουμε τις χαρές, έτσι θα δεχτούμε και τις λύπες, γιατί και η στεναχώρια είναι μέρος του ατελείωτου παιχνιδιού που λέγεται ζωή.»
Δεν πρόλαβα να ανοίξω την πόρτα και ένιωσα δυο χέρια να ακουμπάνε το χέρι που κρατούσε το χερούλι.
«Μαζί;» Ρώτησε η καρδιά.
Έγνεψα καταφατικά και ένιωσα το χέρι του μυαλού που τώρα σκέπαζε τα δικά μας, να πιέζει το χερούλι και να ανοίγει την πόρτα.
Τελευταία κουβέντα που άκουσα σαν ψίθυρο, ήταν από το μυαλό: «Στις χαρές και στις λύπες, πάντα μαζί.»
Γιώργος Χατζηκυριάκου