Βολεύομαι: Ρήμα, η μέση διάθεση του ρήματος βολεύω. = Φροντίζω να έχω τα απαραίτητα ή την άνεσή μου, σωματικά ή ψυχικά ή οικονομικά, τακτοποιούμαι, εξασφαλίζομαι, δεν ανησυχώ, κατασταλάζω, ηρεμώ. Παραδείγματα: «Κάνε λίγο πιο πέρα να στριμωχτούμε να βολευτώ κι εγώ» . «Κοίτα τώρα που βγήκε άλλη κυβέρνηση να βολευτεί πουθενά […]