Η Μαντώ
Τον έδιωξε.
Του έδειξε την πόρτα η Μαντώ.
Τον έβριζε.
Με τον τρόπο της του έλεγε:
“Σε αγαπώ.
Μη φεύγεις.
Στη δική μου αγκαλιά θα έρθεις.
Σε εμένα θα ανατρέχεις.”
Κοιτούσε την πόρτα.
Δεν κοιτούσε τα μάτια του.
Ήθελε να πάρει ένα σχοινί και να τον δέσει.
Να του πει ό,τι δεν πρόλαβε.
Ξέρετε έρωτες δίχως ανείπωτα;
Κι αν ξέρετε.
Δεν ήταν έρωτες.
Γυμνή στο κρεβάτι.
Ζητάει συγγνώμη από τον Θεό
γιατί λησμόνησε πως
κάθε έρωτας στο τέλος μόνο πόνο φέρνει.
Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης