Όταν η μοίρα έχει άλλα σχέδια
Μέσα στο πλήθος, ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους σε είδα, σε αναγνώρισα. Σε ένιωσα άλλωστε πριν καν κοιτάξω προς το μέρος σου. Πώς αλλιώς, μετά τα όσα ζήσαμε; Στεκόσουν στην είσοδο της οικοδομής κοιτάζοντας ανυπόμονα μια το ρολόι σου και μια προς το δρόμο. Έτσι έκανες πάντα όταν βιαζόσουν. Σε πλησίασα με την καρδιά μου μαγκωμένη, με κίνδυνο να εκτεθώ στην περίπτωση που περίμενες «πρόσωπο». Η επιθυμία μου όμως να σε δω, να σου μιλήσω, νίκησε κάθε μου δισταγμό.
Δε με είχες δει. Πριν φωνάξω το όνομά σου, πριν ακόμη να σε ακουμπήσω, γύρισες προς το μέρος μου απότομα. Πισωπάτησα από το συγχρονισμό των κινήσεών μας. Παραλίγο να πέσω. Δε με άφησες. Όχι μόνο έπιασες το χέρι μου, αλλά με τράβηξες, προς έκπληξή μου, περιχαρής στην αγκαλιά σου. Πόσο γνώριμο το «μέρος», τι «ζεστή» ανάμνηση. Σαν να μην έφυγα ποτέ από εκεί. Και είχαν περάσει δύο χρόνια. Εικοσιτέσσερις μήνες δύσκολοι, ξάγρυπνοι, δακρυσμένοι, από τότε που μου ζήτησες να αντέξω μακριά σου λόγω επαγγελματικών, όπως είπες, υποχρεώσεων, που σε έστελναν στο άλλο άκρο της γης. Δε θέλησες να με κρατήσεις «δέσμια» των αποφάσεών σου κι έκοψες «μαχαίρι» ό,τι μας ένωνε. Σου είχα θυμάμαι θυμώσει. Είχα φωνάξει, είχα κλάψει για να σου αλλάξω γνώμη. Όχι να μη φύγεις, όχι. Δεν θα το έκανα ποτέ, να μπω εμπόδιο στης ζωής το «πέταγμά» σου. Ήθελα όμως μια επαφή, μια σου λέξη. Ήσουν τόσο κάθετος που σε μίσησα. Δεν μπόρεσα να μη σου στείλω μήνυμα, να μη σου τηλεφωνήσω. Δεν απάντησες ποτέ. Σαν να μην υπήρξα.
Κι όμως, τώρα σε είχα μπροστά μου, να με κρατάς χαρούμενος στην αγκαλιά σου, να φωνάζεις συνέχεια το όνομά μου, να μου λες πόσο σου έλειψα. Τα έχασα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να σε χαστουκίσω. Μου ζήτησες να σε ακολουθήσω στο σπίτι σου ακυρώνοντας όλες τις υποχρεώσεις σου για εκείνη την ημέρα. Το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε ακολούθησα. Ίσως επειδή έψαχνα απαντήσεις στο τεράστιο «γιατί» της εξαφάνισής σου, ίσως επειδή κατά βάθος αυτό ποθούσα. Σ΄αγαπούσα ακόμη βλέπεις…
Μου μιλούσες για ώρα. Δε με άφησες να πω λέξη, όσο κι αν προσπάθησα να αντιδράσω σε όσα έλεγες, να διαμαρτυρηθώ πολλές φορές. Είπες για βράδια αξημέρωτα με ποτό και με τσιγάρο. Μίλησες για μέρες βασανιστικές κάθε φορά που έβλεπες ένα μου μήνυμα ή να διαγράφεται στην οθόνη του κινητού σου ο αριθμός μου. Ριχνόσουν τότε με περισσότερο πείσμα στη δουλειά, να ξεμπερδέψεις γρήγορα, να έρθεις κοντά μου, ελπίζοντας να μην έχει κερδίσει κάποιος άλλος την καρδιά μου όσο καιρό έλειπες. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω σ΄αυτά που άκουγα. Αλήθεια; Ψέματα; Σηκώθηκα να φύγω. Έτσι τουλάχιστον σκόπευα. Δεν αντέδρασες. Βλέποντας τις βαλίτσες σου δίπλα στην εξώπορτα κοντοστάθηκα. «Μόλις γύρισες», ψέλλισα και σε κοίταξα. Κούνησες καταφατικά το κεφάλι με ένα βλέμμα ικεσίας, προσμονής. Έπεσα στην αγκαλιά σου κλαίγοντας. Μου έλεγες αλήθεια.
Για ώρες χορταίναμε και οι δυο σώμα και ψυχή λες και θέλαμε να αναπληρώσουμε το χαμένο μας χρόνο, κόντρα στη ζωή που μας κράτησε μακριά, με την υπόσχεση στα μάτια μας πως δε θα την αφήναμε να το κάνει ξανά.