Το τελευταίο παιχνίδι της μαμάς

Τακ, τακ, τακ. Τα βήματα της Ελευθερίας αντηχούσαν σαν κρότοι χαλασμένου όπλου καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της σοφίτας του αρχοντικού των κάστρων. Βάζοντας δύναμη στον ώμο της έσπρωξε τη ξύλινη πόρτα κι αυτή από τη φθορά της στρίγγλιξε υστερικά.

Ήρθες Ελευθερία μου;”, αναρωτήθηκε η Κάρμεν ρίχνοντας φως με το μικροσκοπικό κερί της που για ώρα σιγόλιωνε επάνω στο ξύλινο τραπέζι. Ησυχία δεν έβρισκε η Εβραιοπούλα που βρισκόταν συνεχώς σε επιφυλακή σαν φαντάρος σε ενέδρα θανάτου. Η μυρωδιά της μούχλας που είχε κολλήσει στην οροφή από την αδιάκοπη βροχόπτωση γαργάλισε το λαιμό της προκαλώντας της οξύ βήχα.

“Ναι γλυκιά μου”, αποκρίθηκε η Ελευθερία όσο πιο γρήγορα μπορούσε προκειμένου να την καθησυχάσει, μιας και γνώριζε τα σενάρια που έπαιζαν στο φοβισμένο μυαλό της. Έπειτα έβγαλε από την τσάντα της μισό καρβέλι ψωμί κι ένα μπουκάλι γάλα που κατά λάθος λέκιασε με αίμα.

“Ως πότε;”, τη ρώτησε η Κάρμεν πιάνοντας προσεκτικά από το βραχίονα το γδαρμένο χέρι της.

“Ώσπου να τελειώσει ο εφιάλτης” μουρμούρισε απολογητικά σκουπίζοντας με το μαντήλι της το ξεραμένο αίμα που είχε στάξει ως τις φάλαγγες των δαχτύλων της.

Η Κάρμεν απέφυγε να φανταστεί πως δημιουργήθηκε το σημάδι. Ήταν βέβαιη πως κάποιος Γερμαναράς της το προκάλεσε κατά τη διάρκεια της πράξης. Από ντροπή δεν τη ρώτησε ποτέ ευθέως, μα το είχε καταλάβει πως εργάζεται στο σπίτι της “Μαντάμας” εδώ και λίγο καιρό. Ήταν σχεδόν αστείο να πιστέψει κανείς πως με τα δελτία του συσσιτίου γέμιζε τον τορβά της με τόσα καλούδια. Παρείχε τις υπηρεσίες της στους αιμοσταγείς στρατιώτες κι εκείνοι την πλήρωσαν με φαγητά, σαπούνια, ρούχα, φάρμακα, είδη πολυτελή σε μια κοινωνία που ξεκληριζόταν από τις κακουχίες. Παρ’ όλα αυτά, η Ελευθερία τρεφόταν με ξερό καρβέλι που το μούσκευε στο νερό μιας κι ό,τι αποκτούσε τα μοίραζε στους έως πρότινος μαθητές της.

Η Κάρμεν ήταν σίγουρη πως καθοριστικό παράγοντα στην απόφαση της έπαιξε ο θάνατος του ανιψιού της Βασιλάκη από ασιτία. Γι αυτό και κατάντησε να φθείρει την ψυχή της στα βρώμικα κελάρια της Μαντάμας που όπως φημολογείται πλασάρει τα άρρωστα κορίτσια της στους Γερμανούς. Όσο για τα μαθήματα του πιάνου που παρέδιδε στα μικρά παιδια, διακόπηκαν απότομα κατά την εισβολή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη.

Η Ελευθερία πλησίασε τη μικρή Ρεβέκκα που κοιμόταν σαν έκπτωτο αγγελούδι, χαϊδεύοντάς της τα πυκνά μαύρα μαλλιά της.

“Αύριο θα είναι έτοιμες οι ταυτότητες. Από δω και πέρα να την αποκαλείς Ελένη”, ψιθύρισε δίνοντας ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της επί τρία χρόνια μαθήτριάς της.

Η Κάρμεν αναρίγησε στο άκουσμα αυτής της είδησης. Για μήνες ολόκληρους σκάρωνε στο νου της τις στιγμές που θα έσμιγε με τον αγαπημένο της Αβραάμ και το μικρότερο γιο τους Ιωσήφ στην Αθήνα και σαν ενωμένη οικογένεια θα δραπέτευαν προς την Παλαιστίνη για ένα καλύτερο αύριο.

“Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω, καλή μου”, μουρμούρισε καθώς ένα λυγμός σφήνωσε στο λαιμό της, σκεπτόμενη πως δε θα είχε καν το δικαίωμα στο όνειρο αν η Ελευθερία δεν τους φυγάδευε στη σοφίτα τους εκείνο το απόγευμα όταν οι Γερμανοί συγκέντρωναν τους ομοεθνείς της στην πλατεία Αριστοτέλους. Όπως αργότερα έμαθε από την ίδια, τους πέταξαν σε παραπήγματα στην περιοχή του Λαγκαδά.

Προτού ολοκληρώσει τον ειρμό της, ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν γκρέμισμα των θεμελίων τίναξε στον αέρα τις δυο γυναίκες. Κι αν η Κάρμεν αναπαρήγαγε αυτή τη σκηνή, ξανά και ξανά στα κιτάπια του μυαλού της πιστεύοντας πως θα προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσει την εισβολή των Γερμανών, τούτη τη στιγμή ένιωσε σαν ξερόκλαδο που το ξεριζώνει ο αέρας.

“Χωθείτε στην κρύπτη” έσκουξε η Ελευθερία που κατέβηκε τροχάδην τις σκάλες. Πήρε δύο βαθιές ανάσες ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα που κόντευαν να γκρεμίσουν οι στρατιώτες.

Δύο εξαγριωμένοι Γερμανοί με όπλα στα χέρια εισχώρησαν σαν μανιασμένοι ταύροι στο άλλοτε ντελικάτο αρχοντικό του Επταπυργίου παρασύροντας στο διάβα τους όσα έπιπλα έβρισκαν μπροστά τους. Στην άκρη της πόρτας κοντοστεκόταν ατάραχος ο Έλληνας συνεργάτης των Γερμανών Θωμάς Καραμιχάλης, τακτικός πελάτης της σπιτιού της μαντάμας. Της έριξε ένα βλέμμα απέχθειας φωτίζοντας τα γκριζωπά μάτια της με τη γκαζόλαμπα και περνώντας το κατώφλι του σπιτιού μουρμούρισε: “Δεν περίμενα μια εργάτρια της μαντάμας να διαθέτει τέτοιο σπίτι”.

“Ούτε εγώ περίμενα ότι τούτο το σπίτι θα λεκιαζόταν από την παρουσία ενός προδότη. Γεμάτη εκπλήξεις είναι η ζωή”, είπε με σφιγμένα δόντια καθώς τα γκριζογάλανα μάτια της σπινθηροβολούσαν από θυμό.

“Ξέρεις, Ελευθερία, τόσο καιρό αναρωτιέμαι, αν καταναλώνεις όλα αυτά τα τρόφιμα που γενναιόδωρα σου παραδίδουν οι στρατιώτες”, είπε χαμογελώντας σαρδόνια. Με τον αντίχειρά του χτύπησε νευρικά ένα από τα μαύρα πλήκτρα του επιβλητικού πιάνου.

“Πού το πας, Θωμά;” του απάντησε με θράσος σφίγγοντας την πληγή της που δεν έλεγε να κλείσει.

“Μαυραγορίτισσα δεν είσαι κι υποθέτω πως ξέρεις πως τόσα καλούδια μπορούν να συντηρήσουν ολόκληρη οικογένεια” της απάντησε χαμογελώντας της περιπαικτικά.

“Και τι σημαίνει αυτό;” αναρωτήθηκε η Ελευθερία προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

“Αυτό” αναφώνησε με βροντερή φωνή γνέφοντάς της να κοιτάξει προς την ξύλινη σκάλα. Οι δύο Γερμανοί στρατιώτες ακουμπώντας τα όπλα τους επάνω στις πλάτες της Κάρμεν και της Ρεββέκας ούρλιαξαν να σταματήσουν τα κλάματα και να προχωρήσουν γρηγορότερα. Η Ελευθερία προτάσσοντας το σώμα της με γενναιότητα προσπάθησε να τους εμποδίσει μα εκείνοι την κλώτσησαν σαν σκουπίδι που κόλλησε στις καλογυαλισμένες αρβύλες τους, αφήνοντάς τη σχεδόν λιπόθυμη κατά την έξοδό τους από το ντελικάτο αρχοντικό που βρισκόταν απέναντι από τη μονή Βλατάδων.

 

Με σύντομες διαδικασίες το ίδιο κιόλας βράδυ μάνα και κόρη βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένες στο σταθμό περιμένοντας το τρένο που είχε προορισμό το Άουσβιτς. Κατά την επιβίβαση τους στα βρώμικα βαγόνια η Κάρμεν αντίκρισε πολλούς εργαζόμενους της βιοτεχνίας που διατηρούσε εδώ και χρόνια με τον άντρα της. Όπως σήκωναν τα χέρια τους προς τα πάνω για να πιαστούν από τη χειρολαβή, ξεπρόβαλε σαν παράσημο το αστέρι του Δαβίδ. Κάνοντας δειλά βήματα προς τα μπρος για την επιβίβαση, ο λογισμός της ξεμάκραινε προς τα πίσω, στο ναυαγισμένο όνειρο της Παλαιστίνης, στον Αβραάμ και τον μικρό Ιωσήφ. Ο εκκωφαντικός θόρυβος του συρσίματος της αμαξοστοιχίας επάνω στις ράγες, σκέπαζε τους λυγμούς της. Από τους ψιθύρους καταλάβαινε πως ήταν τουλάχιστον πενήντα άτομα μέσα στο βαγόνι μιας και με το σφράγισμα της πόρτας, το σκοτάδι έπεσε σαν πένθιμο μαντήλι στα μάτια τους. Μωρά στρίγγλιζαν εξαγριώνοντας τους Γερμανούς που συνεχώς κοπανούσαν τα σίδερα φωνάζοντας να βγαλουν το σκασμο μα κι ηλικιωμένοι με τρεμάμενες φωνές αναρωτιόντουσαν πως στο καλό θα δουλέψουν στα τάγματα εργασίας.

Τα βαγόνια ήταν κατασκευασμένα για να μεταφέρουν ζώα κι έτσι δεν υπήρχε κανένα παράθυρο. Μονάχα απ’ τις γρίλιες των σιδηρικών έμπαζαν μικρές και ψυχρές δόσεις αέρα που γρήγορα μπλεκόταν με τις πολλές θερμές ανάσες των υπολοίπων Εβραίων.

Καθ΄όλη τη διάρκεια του ταξιδιού εκείνη και κάποιες γυναίκες παραδίπλα πάθαιναν διαδοχικές κρίσεις πανικού από την κλεισούρα και τη φυσική οσμή των σωμάτων. Η Ρεβέκκα, όποτε ένιωθε την ανάσα της μητέρας της να βγαίνει με το στανιό της έσφιγγε το χέρι λέγοντας της να μη φοβάται, ενώ με την παιδική της αφέλεια της πρότεινε να παίξουν ένα παιχνίδι. Έπρεπε να σταθεί γενναία, τουλάχιστον για το καλό της κόρης της που διόλου δε τη βοηθούσε να τη βλέπει σε αυτή την κατάσταση, μα που να βρει το κουράγιο; Το ένστικτο της ήταν ζοφερό. Το έπιανε στην ατμόσφαιρα, το διαισθάνονταν πως ο θάνατος τους χτυπούσε την πόρτα παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών πως τους περιμένουν καλύτερες μέρες στην Πολωνία.

Θα ήταν γύρω στις είκοσι ώρες ταξιδιού, όταν η δυσοσμία, η δίψα, η πείνα, η εξάντληση αλλά κι ο θάνατος τριών ανθρώπων από ασφυξία κατέκλυσε το χώρο. Το μυαλό της Κάρμεν κόντευε να αναφλεχθεί σκεπτόμενη ένα τρόπο να απαγκιστρωθεί από τον εφιάλτη. Ακουμπώντας με την πλάτη της στην πόρτα και για ελάχιστα δευτερόλεπτα ένιωσε πως έχασε το στήριγμα καθώς ο δριμύς αέρας αλλά κι η απότομη στροφή την ανοιγόκλεισε, σχεδόν ανεπαίσθητα. Πλάι της ένας ηλικιωμένος εκλιπαρούσε το Θεό να τους βοηθήσει. ¨Κι αν αυτή είναι η βοήθεια;¨ συλλογίστηκε καθώς προσπάθησε με τον ώμο της να κουνήσει την πόρτα για να βεβαιωθεί πως δεν σφραγίστηκε καλά. Ευθύς θυμήθηκε πως πριν λίγες ώρες έκαναν μια στάση με τη δικαιολογία “να πάρουν λίγο αέρα” παρ’ όλο που ο πραγματικός λόγος ήταν το πλιάτσικο των στρατιωτών στα υπάρχοντα των Εβραίων. ¨Σίγουρα κάποιος θα ξέχασε να κλειδώσει¨ ξανασκέφτηκε και μονομιάς της καρφώθηκε στο μυαλό αυτή η παράτολμη ιδέα. Έσκυψε στο αυτί της Ρεβέκκας και της ψέλισσε:

“Μόλις σου πω, θα σπρώξουμε την πόρτα και θα πηδήξουμε από το τρένο”.

“Είναι παιχνίδι μαμά;” αποκρίθηκε σχεδόν διαλυμένη από την εξάντληση η μικρή κόρη.

“Ναι, μικρή μου. Παιχνίδι!”.

Σαν να καθόταν πάνω σε ένα μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα η νεαρή μητέρα περίμενε την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνει βουτιά στο κενό. Γύρω στα χαράματα, η αμαξοστοιχία έκοψε αισθητά την ταχύτητα της. ¨Θεέ μου, δείξε έλεος¨ ψέλλισε κι έβηξε δυνατά τρεις-τέσσερις φορές προκειμένου να αντιληφθεί την παρουσία κάποιου Γερμανού που σίγουρα θα της έκανε παρατήρηση να το βουλώσει. Εφ΄όσον δεν ακούστηκε γερμανική κουβέντα, με τον ώμο της έσπρωξε τρεις-τέσσερις φορές δυνατά την πόρτα, ανοίγοντας της. Πολικό ψύχος εισέβαλε στο βαγόνι κάνοντας τους Εβραίους να ουρλιάξουν αντανακλαστικά.

“Πέσε Ρεβέκκα” τσίριξε η Κάρμεν και καθώς ανοιγόκλεισε τα μάτια της είδε το κοριτσάκι της να αιθεροβατεί σαν ξερό φύλλο στον αέρα.

Οι φωνές ξεσήκωσαν τους Γερμανούς που έσπευσαν να δουν τι συμβαίνει και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου προτού προλάβει να κάνει το μετέωρο βήμα της στο κενό, μια σφαίρα διαπέρασε την πλάτη της από το όπλο του Γερμανού στρατιώτη Γιόχαν. Το άψυχο σώμα της Κάρμεν προσγειώθηκε λίγα μέτρα μακρύτερα από τη μικρή Ρεβέκκα η όποια αν και με τσακισμένο πόδι παρέμεινε ζωντανή.

Τα σπαρακτικά κλάματα της Ρεβέκκας στο φρικιαστικό θέαμα, αντηχούν καμιά φορά ως και σήμερα στους εφιάλτες της μιας και κράτησε για πάντα νωπό στη μνήμη της, το τελευταίο παιχνίδι που έπαιξε με τη μητέρα της. Εκείνο το ξημέρωμα του Νοέμβρη στην αμαξοστοιχία με προορισμό το Άουσβιτς…

Είκοσι χρόνια αργότερα, η Ρεβέκκα εξελίχθηκε σε μια λαμπρή πιανίστρια συνθέτοντας ένα μουσικό έργο αφιερωμένο στην Κάρμεν, το οποίο ονόμασε “Το τελευταίο παιχνίδι της μαμάς”. Στην μουσική παράσταση που έδωσε, ανάμεσα στο πλήθος, τον πατέρα της Αβραάμ και τον αδερφό της Ιωσήφ υπήρχε και μια γνωστή δασκάλα μουσικής της Θεσσαλονίκης, η Ελευθερία όπου φανερά συγκινημένη χειροκρότησε με πάθος το εν λόγω κομμάτι. 

Έλενα Κορινιώτη

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *