Σου μιλούσα ώρες ατέλειωτες για την ελευθερία. Πως δεν υπάρχει πιο λυτρωτικός ήχος από το χτύπημα των φτερών των πουλιών καθώς μεταναστεύουν προς το Νότο. Σχημάτιζα την πορεία που τόσο φοβόσουν να χαράξεις πατώντας σε νωπό τσιμέντο, να έχεις τα χνάρια μου οδηγό. Κι όταν άνοιγα την πόρτα του κελιού, δεν ήξερες πως να συμπεριφερθείς. Έκανες κάπως ενοχικά δύο βήματα παραπίσω, στρέφοντας το βλέμμα σου προς τον τοίχο που βρομούσε μούχλα και κλεισούρα. Φοβόσουν έτσι όπως σκεπάστηκες ως τις ρίζες των μαλλιών σου με σκοτάδι, πως θα τυφλωνόσουν αν σε άρπαζε έστω και φευγαλέα ο ήλιος.
Εαυτέ μου, ήρθε η ώρα να τα βρούμε!
Σου έλεγα πως οι άνθρωποι είναι σαν το υγρό στοιχείο, παίρνουν το καλούπι του δοχείου τους. Κι αν δεν δώσεις μια κλωτσιά στις σάπιες καγκελόπορτες θα συνηθίσεις να ζεις σαν ένας εκούσιος φυλακόβιος, μα δε μου έδινες και πάλι την απαιτούμενη προσοχή. Σκάλιζες στο ντουβάρι με μια φθαρμένη κιμωλία άναρχες σκέψεις που θύμιζαν στίχους. Έκανες τους μαντρότοιχους της φυλακής μικρογραφία του μυαλού σου. Κι αν κάποιος σε διάβαζε, διόλου δε θα του πέρναγε απ’ το μυαλό πως γράφτηκαν από φυλακισμένου το χέρι τούτες οι λέξεις. Ίσως γιατί μέσα σου σιγόκαιγε μια αλήτισσα ψυχή που το μόνο που λαχταρούσε ήταν να αποδράσεις.
Έπαψα να σε επισκέπτομαι και να σου τηλεφωνώ. Όχι πως δε σ’ αγαπούσα, μα είχα πλέον πειστεί πως δεν υπάρχει σωτηρία για σένα. Σου ήταν αρκετό να προαϋλίζεσαι, να λαμβάνεις το συνηθισμένο γεύμα σου και να καταπίνεις λαίμαργα τους φόβους που σε πότιζε το μυαλό σου. Σου έφτανε να εκτίθεσαι στην αναβολή, σχεδιάζοντας να ζήσεις σ’ ένα αύριο που δεν ξημέρωνε ποτέ. Για πόσο ακόμα;
Δεν ξέρω πώς κατάφερες τελικά να προσπεράσεις τις διαχωριστικές γραμμές σου. Αν σε βοήθησαν, αν σε φυγάδευσαν, αν γλίστρησες από κάποιο ξεχασμένο μισάνοιχτο παράθυρο, αν λάσκαρε ο σύρτης και κατάφερες να αποδράσεις. Μου αρκεί που δε σε είδα να κρατάς το αποφυλακιστήριο στο χέρι, που δεν ξόδεψες άλλο χρόνο στο κελί να εκτίεις ποινές των άλλων. Ήσουν αθώος κι ίσως το μοναδικό σου έγκλημα να έγινε εξ’ αμελείας.
Αμέλησες, ξέχασες, σου διέφυγε της προσοχής εκείνη η πολύτιμη ζωή που σου χαρίστηκε για να τη γλεντήσεις. Όχι για να τη χαραμίσεις, ούτε για να την αμπελοσοφήσεις. Υπάρχει ακόμη μπόλικη άμμος στην κλεψύδρα. Τι λες; Θες να ξεκινήσουμε να ζούμε από σήμερα; Προλαβαίνουμε.
Μου αρκεί που σε είδα να τριγυρνάς ελεύθερος με δύο κουβέντες κρεμασμένες στα χείλη. “Ήρθα για να σε βρω”. Κι εγώ σε καλωσόρισα προσμένοντάς σε από πάντα και για πάντα, εαυτέ μου.
Έλενα Κορινιώτη