Την άλλη φορά που θα σε ρωτήσουν τι ομάδα είσαι…
Την άλλη φορά
που θα σε ρωτήσουν τι ομάδα είσαι
πες τους πως σε λένε Άλκη,
πως είσαι είκοσι χρόνων,
πως έχεις όνειρα πολλά
και πως κάθε μέρα αναλογίζεσαι τρόπους,
ένα ένα, πώς να τα πραγματοποιήσεις…
Όχι ότι βιάζεσαι,
αφού όλη η ζωή είναι μπροστά σου
και, Θεέ μου, είναι τόσο υπέροχη η αίσθηση αυτή!
Την άλλη φορά
που θα σε ρωτήσουν τι ομάδα είσαι
πες τους πως η ζωή και η πλάση
ξεχειλίζουν από χρώματα
και δεν είναι όλα άσπρο και μαύρο.
Πως εσύ αγαπάς το πορτοκαλί της αισιοδοξίας και
λατρεύεις το γαλανό του ουρανού και της θάλασσας,
που σε κάνουν να ονειρεύεσαι ταξίδια μακρινά.
Πως σε μαγεύουν τα χρώματα της ανατολής και της δύσης
και σε φαντάζεσαι να τα κοιτάς αγκαλιά με το κορίτσι σου,
ερωτευμένος και ευτυχισμένος…
Την άλλη φορά
που θα σε ρωτήσουν τι ομάδα είσαι,
πες τους πως η ομάδα που σέβεσαι,
αγαπάς και προσκυνάς
είναι η οικογένειά σου.
Οι άνθρωποι εκείνοι
που σε έφεραν στον κόσμο
κι έδωσες το μεγαλύτερο νόημα στη ζωή τους.
Οι άνθρωποι που σε μεγάλωναν μέρα τη μέρα,
προσπαθώντας να τα κάνουν όλα σωστά,
που πάλευαν με τις ενοχές τους
αν κάτι, έστω και ασήμαντο, δεν πήγαινε καλά.
Εκείνοι, που τρέχανε δίπλα σου σε κάθε σου κλάμα,
καίγονταν κι οι ίδιοι σε κάθε σου πυρετό,
διάβαζαν κι αγχώνονταν μαζί σου
όταν έγραφες διαγώνισμα στο σχολείο,
κι ας είχαν τόσες άλλες έγνοιες και δουλειές
που τους περίμεναν διαρκώς.
Αυτοί που ξενυχτούσαν “μαζί σου”
κι αγωνιούσαν σα μεγάλωνες
κι αργούσες κάποιες φορές να γυρίσεις σπίτι…
Πες τους
πως Θεός σου σ’ αυτή τη ζωή
δεν είναι κάποια ποδοσφαιρική ομάδα
ή κάποιο πολιτικό κόμμα,
που ούτε καν σε ξέρουν
ούτε και κάνανε ποτέ κάτι για σένα…
Αλλά η μάνα σου κι ο πατέρας σου!
Αυτοί οι δύο άνθρωποι
που σε λατρεύουν όσο κανείς,
με πραγματική ανιδιοτέλεια και αφοσίωση.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι
που είκοσι χρόνια τώρα
τρέμουν στη σκέψη μην πάθεις κάτι…
Την άλλη φορά
που θα σε ρωτήσουν τι ομάδα είσαι
χαμογέλασέ τους…
Χαμογέλασέ τους
μ’ αυτό το γλυκό,
μ’ αυτό το υπέροχο χαμόγελό σου,
μήπως και ζεστάνεις
την παγωμένη τους καρδιά
και καταλάβουν πως για τη χαμένη τους παιδικότητα
και την κατεστραμμένη τους ζωή
δεν έφταιξες εσύ, ψυχή μου…
Μόνο εσύ δεν έφταιξες…
———
Παλικάρι μου, όμορφο και τόσο αδικοχαμένο…
Ξέρω πως από κει που είσαι τους έχεις συγχωρέσει.
Δεν ξέρω όμως αν μπορούν να τους συγχωρέσουν οι μανούλες, που εκείνο το βράδυ ούρλιαξαν και κλάψανε μαζί με τη δική σου μανούλα…
Κι ας μην την ήξεραν.
Κι ας μην σε ήξεραν.
Είδαν όμως σ’ αυτήν τον εαυτό τους, είδαν σε σένα το παιδί τους και πόνεσαν φριχτά και δεν πρόκειται ποτέ να σε ξεχάσουν!
Αυτές λοιπόν, αυτές…
Όσο κι αν το θέλουν, όσο κι αν ξέρουν ότι πρέπει, δεν ξέρω αν καταφέρουν ποτέ να τους συγχωρέσουν.
Να χαμογελάς εκεί στον παράδεισο, ψυχή μου!
Αιωνία σου ή μνήμη…
Κατερίνα Καραμπάρη Πανταλέων