17 Ιουνίου 2025
Share

Το χάρτινο κουτί με τους ήρωες

Έκρυψα ένα χάρτινο κουτί κάτω από το κρεβάτι μου. Είναι παλιό, απο κάτι ξεχασμένα μποτάκια της μαμάς νούμερο 38, λιωμένο σε δύο γωνίες γιατί κάποτε το ξέχασα για λίγο στη βροχή. Κάθε φορά που το ανοίγω μυρίζει σαν την καφέ ντουλάπα της γιαγιάς.
Μέσα του πρώτη και καλύτερη έχω φυλαγμένη τη σβήστρα μου. Ήταν η αγαπημένη μου. Την έχω από πέρυσι που πήγαινα Δ’ δημοτικού. Έχει μικρύνει αρκετά φτάνοντας λίγο πιο κάτω από τη μέση κι από λευκή κατάντησε γκρι. Όπως ακριβώς το σχολείο μας. Κομμένο στη μέση και βρώμικο γκρι. Η δασκάλα είπε πως μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα ξαναπάμε σχολείο, αλλά πέρασε πολύς καιρός… Τόσο πολύς που έφυγε κι ο κάλος που έβγαζα ανάμεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα απο το καθημερινό γράψιμο με μολύβι.
Σαν δεύτερο αντικείμενο έχω το κουτάκι της γιαγιάς, το μπλε, για τα χάπια. Δεν ξέρω γιατί το έχω, είναι άδειο, δεν το κοιτάζω συχνά, ούτε παίζω με τα επτά πορτάκια μου, απλώς θέλω να βρίσκεται ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματα. Α, και μυρίζει λεμόνι. Όταν η γιαγιά ξέχναγε να πάρει τα χάπια, η θεία, δηλαδή η κόρη της, η αδερφή της μαμάς μου, της φώναζε. Και προχθές την άκουσα να κλαίει σιγανά λέγοντας πως μακάρι να υπήρχε και δε θα της φώναζε ποτέ ξανά. Αλλά εγώ πιστεύω πως αν η γιαγιά επιστρέψει θα της πατήσει τις φωνές που εξαφανίστηκε. Είναι φωνακλού, έτσι λέει η μαμά.
Έχω κι ένα άσπρο κουμπί, που το βρήκα κάτω από τον καναπέ. Είναι από το πουκάμισο του μπαμπά. Το φορούσε στη δουλειά, παλιά που είχαμε και δουλειά και σπίτι. Ο αδερφός μου λέει πως ένα κουμπί είναι άχρηστο, εγώ όμως πιστεύω πως αν μαζέψω όλα τα κουμπιά, ίσως τον φέρω πίσω. Ή έστω το πουκάμισο. Αν το κοιτάξεις στο σκοτάδι, με μισόκλειστα μάτια θυμίζει φεγγάρι που το κοιτάς από πολύ μακριά. Όταν ήταν ο μπαμπάς εδώ, μου είχε υποσχεθεί πως θα μου αγοράσει τηλεσκόπιο για να βλέπουμε τους αστερισμούς και τη σελήνη αλλά δεν πρόλαβε. Πιστεύω θα γυρίσει αγκαλιά με το τηλεσκόπιο. Ή και μόνος. Κι αν έρθει μόνος, χωρίς αυτό, δε θα θυμώσω. Θα τον αγκαλιάσω σφιχτά.
Επόμενο αντικείμενο και κάπως αστείο είναι η πιπίλα του μπέμπη. Δεν την παίρνει πια κι ας είναι μόλις 11 μηνών. Η μαμά λέει ότι δεν ξεγελιέται ούτε καν με αυτό και αγχώνεται πολύ όταν δεν έχει γάλα. Του δίνει νεράκι με το κουταλάκι αλλά ο μπέμπης θυμώνει και το φτύνει ουρλιάζοντας. Τώρα τελευταία τον παίρνω εγώ στην αγκαλιά μου και τον ακουμπώ στο στέρνο μου. Ο χαζούλης ο μπέμπης νομίζει ότι μπορεί να θηλάσει κι από εμένα κι ας είμαι αγόρι, χα, χα, χα. Το λέω στη μαμά αλλά εκείνη ποτέ δεν γελά, μόνο βουρκώνει και στέκεται αμίλητη για ώρα. Παλιά γελούσε με τα πάντα.
Έχω επίσης φυλαγμένο το στρατιωτάκι του αδερφό μου που του ξεκόλλησε το πόδι και το πέταξε. Δεν το θέλει πια, λέει πως χάλασε. Εγώ όμως το φύλαξα. Μου θυμίζει εκείνον το γείτονα που έχουμε, με το κομμένο πόδι. Μάλιστα του έδωσα και το όνομά του. Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα τον φοβόμουν αυτόν το γείτονα, όμως άκουσα πως τον αποκαλούσαν ήρωα που έχασε το πόδι του στο βομβαρδισμό προσπαθώντας να σώσει κάτι παιδάκια που είχαν εγκλωβιστεί στο νηπιαγωγείο. Είναι ο πρώτος ήρωας που γνωρίζω από κοντά. Όλους τους άλλους τους έβλεπα μόνο στην τηλεόραση, κάθε Σάββατο πρωί που βάζαμε παιδικά στο YouTube.
Πήρα και μια πέτρα από το σπίτι μας. Είναι το μόνο που απέμεινε από αυτό. Είναι τραχιά και κάθε φορά που την πιάνω, γρατσουνάω τα χέρια μου. Η μαμά με πρόσταξε να την πετάξω γιατί θα κοπώ, όμως αν το κάνω δε θα έχω τίποτα να θυμάμαι από το σπίτι. Στο μυαλό μου, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ κάνω μια επανάληψη των πραγμάτων. Πόρτα – χωλ – κουζίνα – σαλόνι – δωμάτια – μπάνιο. Κι έπειτα προσπαθώ να επαναφέρω στη μνήμη τα χρώματα των τοίχων. Τώρα τελευταία δεν είμαι σίγουρος αν το μπάνιο είχε γκρι ή πράσινα σκούρα πλακάκια. Αυτό κάπως με στεναχωρεί. Δε θέλω να ξεχάσω, γιατί υποσχέθηκα στη μαμά, στο μικρότερο αδερφό μου και στον μπέμπη πως όταν τελειώσει ο πόλεμος θα τους χτίσω ένα ολόιδιο σπίτι. Και θα βάλω πρώτη αυτή την πέτρα. Κι ας μου μάτωσε τα χέρια.
Α, τελευταία έβαλα μέσα στο κουτί μια τρίχα του Κάρλο, που την κόλλησα πάνω σε ένα φύλλο χαρτί με σελοτέιπ. Καμιά φορά όταν ακούμε γαυγίσματα με τον αδερφό μου προσπαθούμε να καταλάβουμε αν είναι η φωνή του Κάρλο. Η μαμά κι η θεία δε μας αφήνουν να πλησιάζουμε τα παράθυρα σε αυτό το εγκαταλελειμμένο κτίριο που μένουμε πλέον, όμως εμείς στα κρυφά ρίχνουμε από καμιά κλέφτη ματιά. Ο καημένος ο Κάρλο, δεν ξέρει ότι χάλασαν ολοσχερώς το σπίτι μας κι είμαι σίγουρος πως θα μας ψάχνει. Κι αν δε μας δει στα παράθυρα, πώς θα ξέρει πού μένουμε;
Όταν δεν έχω τι να κάνω, που συνήθως δεν έχω, ανοίγω το κουτί και τα σκαλίζω. Δεν τα πιάνω πάντα. Κάποιες φορές φαντάζομαι πως είναι ζωντανά και δε θέλω να τα τρομάξω. Άλλες πάλι παριστάνω τον ντέτεκτιβ και πως όλα αυτά είναι στοιχεία κλειδιά που θα με οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Χθες έφτιαξα κι ένα καινούριο παιχνίδι με αυτά, πως τάχα βρίσκομαι σε διαστημόπλοιο και πως αυτά είναι τα μοναδικά αντικείμενα που πήρα από τη Γη.
Σήμερα αποφάσισα να παίξω ένα διαφορετικό παιχνίδι, όπου..
...κι ύστερα, όλα πάγωσαν.
Ένα δυνατό μπαμ έκανε τη Γη να χορέψει ανάποδα — σαν κουρασμένος χορευτής που σωριάζεται στο τέλος του κομματιού του.
Ο ουρανός δεν έλαμψε, βρόντηξε. Μια αστραπή χωρίς φως. Τα εγκαταλελειμμένα κτίρια λύγισαν σαν γόνατα ανθρώπων σε λιποθυμία. 
Ήχος, φλόγα, σκόνη, ουρλιαχτά. Κάτι πιο δυνατό κι από σεισμό: το ολικό ξερίζωμα.
Πράγματα και σώματα εκτοξεύτηκαν στον αέρα σαν πουλιά λαβωμένα. Πουλιά που δεν πέταξαν ποτέ. Που κάποιος τα καταδίκασε να πέφτουν ξανά και ξανά.
Το κουτί άνοιξε.
Η σβήστρα. Η μαμά. Το κουμπί. Η θεία. Η τρίχα του Κάρλο. Το κουτάκι της γιαγιάς. Ο μικρός αδερφός. Η πέτρα. Η πιπίλα. Ο μεγάλος αδερφός.
Όλα μπλεγμένα, σαν ρούχα πεταμένα στο καλάθι βιαστικά. Μα όχι απλώς μπλεγμένα· μπερδεμένα με αίμα, με χώμα, με το αόρατο βάρος της απώλειας.
Κι έπειτα — κλάμα.
Ψιλό, σπαρακτικό, μοναχό.
Σαν ψαλμωδία στ’ αυτιά ενός άθεου που δεν πιστεύει σε θαύματα, αλλά τώρα ικετεύει απεγνωσμένα να υπάρξουν.
Ένας στρατιώτης — γεμάτος χώμα και σιωπή — σκύβει και σηκώνει το μωρό. Το κρατάει προσεκτικά, σαν να κρατάει έναν πίνακα του Πικάσο ξεχασμένο μέσα στα ερείπια.
Σαν κάτι που δε θα ‘πρεπε να βρίσκεται ακόμα ζωντανό.
Σαν κάτι που δεν αντέχεις να το αφήσεις να πεθάνει.
 
Έλενα Κορινιώτη 

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει