Τ’ απογεύματα εκείνα
Στ’ απογεύματα τα άδεια που βουλιάζω μακριά σου.
Έφτιαξα καφέ και άναψα τσιγάρο και σιγομουρμουρίζω το τραγούδι αυτό. Και απλώνεται ένα χαμόγελο στα χείλη, κοιτώντας από το παράθυρο. Ησυχία επικρατεί στο σπίτι και ένας αντίλαλος από γέλια του παρελθόντος έρχονται στη μνήμη.
Η γαλήνη πια έχει αντικαταστήσει κάθε δάκρυ που έτρεχε στα μάγουλα. Η ψυχή έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες και πλέον η φουρτούνα έχει κοπάσει. Η ζωή δρομολογείται λέει, όταν η κάθαρση έχει πραγματοποιηθεί. Έτσι είναι, κάποια στιγμή το αισθάνεσαι εφόσον ο χρόνος ο απαραίτητος για τον καθένα έχει παρέλθει. Όπως τον όρισε ο ίδιος και κανένας άλλος.
Οι μνήμες ξεθώριασαν, η μυρωδιά ξεμύτισε από την πόρτα που εγώ άνοιξα για να την αποχαιρετήσω. Εκείνος ο παλιός αέρας έδωσε τη θέση του στον νέο, όλο ζωντάνια και δύναμη που ήρθε για να προσφέρει οξυγόνο. Όλα άλλαξαν και μαζί με αυτά κι εγώ.
Μην φανταστείς πως με βοήθησαν σε αυτό οι μεγαλεπήβολες δηλώσεις, όχι ψέματα. Αυτό θα ήταν παροδικό. Σιγά σιγά ήρθε η χαρά, μόνο έτσι θα κατάφερνε να μείνει εδώ και να μην ξεφουσκώσει απότομα. Σταμάτησαν λοιπόν τα βράδια με τον ανήσυχο ύπνο. Τα πρωινά που ξεκίναγαν με ένα αχ βαρύ και πικρό.
Μα μόνο μερικές φορές σαν να τώρα. Απόγευμα, που σουρουπώνει, κάτι ξυπνάει μερικές φορές. Είναι που τέτοια ώρα συνήθως ερχόσουν. Εγώ καθισμένη, το μήνυμα να χτυπάει «έρχομαι» με μένα να περιμένω πίσω από την πόρτα για να σε αγκαλιάσω.
Ναι αυτές τις στιγμές τις δικές μας ακόμα λείπεις. Όταν τα πειράγματα και τα χαμόγελα κέρδιζαν κάθε δευτερόλεπτο. Αλλά κοίτα πως πέρασε η ώρα, έπεσε η νύχτα, έφυγε κι αυτό.
Χριστίνα Ρογκάκου