Απρόβλεπτη ημέρα
Καθημερινά ντύνεσαι απλά, όμως πάντα θα κοιταχτείς πριν βγεις. Όπως επίσης θα τακτοποιήσεις και λίγο τo σπίτι. Σήμερα, πάλι καλά που την τελευταία στιγμή θυμήθηκες τα σκουπίδια. Είχες φτάσει στο ασανσέρ αλλά ξαναγύρισες πίσω και τα πήρες. Να σου ο διαχειριστής ο πολυλογάς, τον βλέπεις και χαιρετάς με νεύμα. Απομακρύνεσαι γρήγορα γιατί σου φάνηκε ότι είχε όρεξη για κουβέντα.
Έκανε κάτι νοήματα, έδειχνε και προσπαθούσε κάτι να σου πει, επίμονος άνθρωπος. Χαίρεσαι που τον απέφυγες. Διασχίζεις τον κεντρικό δρόμο με τα καφέ και τα καταστήματα ρούχων. Έχει πολύ κόσμο γιατί είναι ηλιόλουστη μέρα. Προχωράς και βλέπεις να σε κοιτάζουν έντονα. Νιώθεις τα βλέμματα όλων πάνω σου. Οι άνθρωποι που είναι καθισμένοι στα τραπεζάκια αλλά και οι πεζοί έως κι εκείνοι από τα αυτοκίνητα. Θυμάσαι ότι κοιτάχτηκες πριν φύγεις. Αναρωτιέσαι, “τι συμβαίνει; με πρόσεξαν; είναι ιδέα μου; χτες έβαψα τα μαλλιά μου! με φωτίζει αυτό το χρώμα; λες; Ναι! είναι φως φανάρι, αρέσω!”
Περπατάς με καμάρι και σκορπίζεις χαμόγελα. Έχεις άλλον αέρα! Το απολαμβάνεις! Κάνεις εντύπωση σαν star. Ξαφνικά, μια τρελή σκέψη περνάει από το μυαλό σου. Τα σκουπίδια! Κρατάς τη σακούλα. Δεν την πέταξες! Χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Ιδρώνεις! Δεν βλέπεις κάδο πουθενά. Προχωράς και κοιτάς γύρω σου, παρακαλάς να βρεθεί ένας κάδος. Το θαύμα! δεξιά στο ύψος του πάρκου ένας κάδος, επιτέλους!
Προσπαθείς να βγάλεις απ’ το μυαλό σου το ανόητο συμβάν. Αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο, ξανά και ξανά, ψάχνεις, ανακατεύεις την τσάντα και δεν το βρίσκεις. Επιτέλους! Το βρήκες, είναι η μητέρα σου και χρειάζεται μια συνταγή για τα φάρμακα της. Σκέφτεσαι ότι η φόρμα και αυτό το παλιό μπουφάν, είναι εντελώς ακατάλληλα. Πώς θα εμφανιστείς στο ιατρείο; “Αποκλείεται! Δε, γυρίζω πίσω να αλλάξω ρούχα”
Στρίβεις αριστερά και μετά δεξιά και φτάνεις. Ανεβαίνεις γρήγορα τα σκαλοπάτια. Μπαίνοντας βλέπεις αρκετό κόσμο, καλύτερα να φύγεις. Στρίβεις αλλά η τσάντα σου πιάνεται στο πόμολο της πόρτας. Αναποδογυρίζει και ξαφνικά αντικρίζεις όλα σου τα πράγματα σκόρπια στο πάτωμα. Προσπαθείς να χαμογελάσεις, σκύβεις και μαζεύεις. Κάποιες από τις κυρίες που περιμένουν σου δίνουν η μια ένα κραγιόν και η άλλη τα κλειδιά σου. Όλοι σε βοήθησαν, ο τελευταίος σου παραδίδει το κουτί με τα ταμπόν. Αφού το έχει παρατηρήσει αρκετά. Κρυφογελάνε μαζί σου, αλλά η γραμματέας κάνει προσπάθεια να παραμείνει σοβαρή. Αφού εξηγείς την παρουσία σου εκεί σου λέει να περάσεις. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, στρώνεις λίγο τα μαλλιά σου και χτυπάς.
Έρχεσαι εδώ αρκετά συχνά και πάντα για τον ίδιο λόγο. Περιμένεις να ακούσεις το κλασσικό “περάστε” και τότε ανοίγεις. Ο γιατρός μιλάει με δυο κυρίες. Είναι βαμμένες σαν από έκρηξη χρωματοπωλείου. Τα μαλλιά τους σε τέλεια θωράκιση με πανίσχυρη λακ. Σε κοιτάζουν από την κορυφή έως τα νύχια. Ζητάς συγγνώμη για τη διακοπή. Ενημερώνεις το γιατρό για τη συνταγή. Εκείνος θέλει να σε εξυπηρετήσει και ψάχνει στα αρχεία. Ίσως είναι καλύτερα να μην στέκεις τόσο κοντά. Χωρίς να κοιτάξεις κάνεις μερικά βήματα πίσω. Έχεις πλησιάσει επικίνδυνα το παραβάν, ευτυχώς το κατάλαβες. Κάνεις στροφή αλλά δεν έχεις υπολογίσει την τεράστια τσάντα. Πέφτεις πάνω του, αυτό τραντάζεται αλλά παραμένει στη θέση του. Λίγο έλειψε να γκρεμιστεί. “Τι τύχη! Γλύτωσα τα χειρότερα!”. Σκέφτεσαι και ξεφυσάς.
Οι κυρίες με τα μαλλιά – κράνη σε κοιτάζουν υποτιμητικά. Ο γιατρός σηκώνεται από το γραφείο. Έρχεται προς τη μεριά σου, σε αγγίζει ελαφρά και σε συνοδεύει έως την πόρτα “Για την ασφάλεια του, με βγάζει έξω” σκέφτεσαι, “ο άνθρωπος, όσο είμαι εδώ, δεν ξέρει τι θα τον βρει”. Σου δίνει τη συνταγή και χαμογελάει εγκάρδια. Βγάζει τα γυαλιά του και σε κοιτάζει έντονα στα μάτια. Ζαλίζεσαι! Έχει υπέροχα μάτια! Σκύβει ελαφρά και σου ψιθυρίζει εάν θέλεις, να του δώσεις το τηλέφωνο σου…
Φωτοπούλου Παρασκευή