Φεύγουν καράβια
Κάπου καταμεσής των πελάγων, πάνω σε άγρια κύμματα, μέσα στις μαύρες νύχτες, εκεί που δεν φωτίζουν οι φάροι και εκεί που τα λιμάνια μοιάζουν ουτοπία ζουν οι άνθρωποι-καράβια.
Οι άνθρωποι-καράβια είναι σπάνιοι. Δεν θα τους συναντήσεις πολλές φορές στη ζωή σου. Εσύ έχεις μάθει στην ασφάλεια, αυτοί όχι. Εσύ έχεις μάθει να φυλάγεσαι, εκείνοι όχι. Εσύ κυκλοφορείς στο φως της μέρας εκείνοι ποτέ.
Οι άνθρωποι-καράβια θυμίζουν εκείνους τους πίνακες που συναντούσες στα χωλ παλιών σπιτιών, εκείνους που απεικόνιζαν καράβια που θαλασσοδέρνονται, σχεδόν, βυθισμένα από τα μεγάλα επιβλητικά κύμματα και που γύρω τους δέσποζε, πλαισιώνοντας τους, μια σκαλιστή, ξύλινη κορνίζα.
Οι άνθρωποι-καράβια ζουν μονάχοι τους. Δεν τους αρέσει να συναναστρέφονται πολύ κόσμο.
Οι άνθρωποι καράβια στάζουν θλίψη από το βλέμμα τους και δεν μιλούν πολύ. Σιωπούν μπροστά στα κοκορέματα των άλλων.
Οι άνθρωποι-καράβια θαλασσοπνίγονται στα βαθιά νερά της ίδιας τους της ψυχής.
Βολοδέρνουν σε θάλασσες αταξίδευτες και άγριες.
Στα μάτια έχουνε ρυτίδες απ΄τα βάσανα.
Και κουβαλούν ένα αόρατο φορτίο στις πλάτες τους γι΄αυτό θα τους δεις πολλές φορές σκυμμένους.
Οι άνθρωποι-καράβια δεν ρίχνουν ποτέ άγκυρα και δεν ριζώνουν πουθενά.
Γνωρίζουν μόνο τη φυγή , ποτέ τον ερχομό.
Δεν έχουν τίποτα να τους γυρίζει πίσω απ΄τα ταξίδια τους και τα σχοινιά τους είναι πάντα μαζεμένα.
Μπορεί να τους πετύχεις να τραγουδούν μόνοι τους σαν τρελοί για γοργόνες που έχασαν τον δρόμο τους και για παλιές αγάπες.
Αν κάνεις ησυχία ίσως τους αφουγκραστείς να ψυθυρίζουν μέσα από τα δόντια τους στίχους του Καββαδία, του ποιητή των θαλασσών.
Οι ματιές τους είναι πάντα βαθιές και σκοτεινές, τρομακτικά επιθετικές και επικίνδυνες. Είναι που δεν ξέρουν τι θα πει μπουνάτσα.
Οι άνθρωποι-καράβια στα ρηχά πνίγονται.
Αντίθετα στους ωκεανούς βγαίνουν τις νύχτες και περπατούν πάνω στο νερό με χέρια ανοιγμένα σας σε προσευχή.
Οι άνθρωποι-καράβια είναι ναύαγεια. Και τα ναύαγεια δεν έχουνε ποτέ καμιά ελπίδα.
Οι άνθρωποι-καράβια δηλώνουν “καμμένα χαρτιά”.
Δεν θα τους δεις ποτέ με κοστούμι, σινιαρισμένους και περιποιημένους αλλά με ρούχα που πάνω τους έχουν μικρές κεντημένες μοναξιές.
Θα κλαίνε για τους ματωμένους έρωτές τους χωρίς δάκρυα παρά μόνο με κρυφούς λυγμούς.
Οι άνθρωποι-καράβια είναι αγρίμια και δεν τιθασεύονται ποτέ και από κανέναν.
Οι άνθρωποι-καράβια σιχαίνονται τις ακτογραμμές και κρύβουν τα όνειρά τους στους βυθούς για να μην τα δει κανείς.
Έχουν τις μπουκαπόρτες τους -ερμητικά- κλειστές και τα πανιά τους μόνιμα ανοιγμένα.
Είναι αυτοί που όταν τους δεις δεν θα τους δώσεις καμία σημασία. Θα τους προσπεράσεις βιαστικά και γρήγορα.
Που δεν θα ακούσεις ποτέ το παράπονό τους αφού δεν θα στο ομολογήσουν.
Μόνο αυτό θα ακούσεις αν τους αφουγκραστείς, να σιγοψιθυρίζουν μέσα από τα δόντια τους:
” Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές , χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
————————————————–
Και εγώ που επιθύμησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά , στις μακρινές Ινδίες, θα έχω έναν θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες”.
Εύα Κοτσίκου
Εξαιρετικο