Αυτό ήταν λοιπόν. Έφυγες. Χάθηκες!
Ίσως φταίει η μουντάδα του καιρού. Ίσως η βροχή που πριν λίγο χτυπούσε αλύπητα τα παράθυρά μου κι ο εκκωφαντικός θόρυβος από τις βροντές τα έκανε να τρίζουν. Ίσως φταίει ο αέρας που λυσσομανάει κι ‘έβγαλε’ κρύο. Τέτοιες ώρες η μοναξιά φαντάζει μεγαλύτερη. Το τσιγάρο σιγοκαίει αφημένο στο τασάκι, τα παγάκια στο ποτό κοντεύουν να λιώσουν.
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Ένα τσιγάρο στο τασάκι, το τσιγάρο σου, ένα ποτήρι με ουίσκι παραδίπλα, το ποτήρι σου. Σηκώνω το βλέμμα μου σε σένα, μα δε σε βλέπω. Θολή η μορφή σου, ασχημάτιστη. Σαστίζω, αναστατώνομαι. Κλείνω τα μάτια μου και τα ξανανοίγω στο λεπτό. Η ίδια ομιχλώδης παρουσία απέναντί μου. Μα το παράξενο δεν σταματά εδώ. Η εικόνα σου τείνει να χαθεί. Μακραίνει όλο και πιο πολύ, σβήνει σιγά σιγά.
Ξανακλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να σε φέρω νοερά στη σκέψη μου. Δεν τα καταφέρνω. Αυτό ήταν λοιπόν. Έφυγες. Χάθηκες! Δεν υπάρχεις πια για να βασανίζεις το μυαλό μου, δεν υπάρχεις πια για να πονάς την ψυχή μου, δεν υπάρχεις πια για να στοιχειώνεις τη ζωή μου. Ανάβω καινούργιο τσιγάρο. Φυσάω τον καπνό κι ανασαίνω ξαλαφρωμένη από ένα βάρος απροσδιόριστο, ωστόσο ασήκωτο, που με ταλάνιζε καιρό. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο.
Η βροχή έχει σταματήσει. Τα κατάμαυρα σύννεφα που τόση ώρα ‘έχυναν’ το νερό που κουβαλούσαν, αραιώνουν. Και να! Μια ακτίνα ήλιου κάνει δειλά την παρουσία της. Κι άλλη, παραδίπλα κι άλλη. Φάνηκε το ουράνιο τόξο επιτέλους…
Λίνα Κατσίκα