Ο χρόνος στυγνός εκτελεστής έκανε την αόρατη δουλειά του
Εγώ..
Ήθελα να δω τα μάτια του μουσικού για να καταλάβω τι ήθελε να πει με αυτήν την μελαγχολική μελωδία που με έκανε εδώ και δύο βδομάδες να περιμένω να έρθει η ώρα να την ακούσω.
Κάθε μέρα την ίδια ώρα σκαρφάλωνα πάνω στο πεζούλι εκεί που καθόμουν όταν ήθελα να αγναντεύω την θάλασσα για να ακούσω τον θλιμμένο ήχο της λύρας και με το μυαλό μου έδινα μορφή στον μουσικό που έπαιζε.
Είχα αρχίσει να σκέφτομαι παράξενα κι αυτό με ανησυχούσε.
Αυτό το να χτυπάει η καρδιά μου ακανόνιστα όταν άκουγα την λύρα του μου φαινόταν παράλογο, ήτανε παράλογο.
Όταν σταματούσε ο ήχος της μουσικής μονολογούσα και έλεγα ότι πρέπει να συνέλθω..
Το θεωρούσα ακραίο να έχω μαγευτεί με κάποιον που δεν είχα δει ποτέ στην ζωή μου την μορφή του και που με έκανε όταν τον άκουγα να παίζει να ανατριχιάζει κάθε κύτταρο του κορμιού μου.
Σήμερα είχα βάλει σκοπό να δώσω μορφή στον παραλογισμό μου γιατί έπρεπε να συνέλθω και αυτό θα γινόταν μόνο αν έβλεπα με τα μάτια μου εκείνον που με την λύρα του είχε βάλει σκοπό να μου πάρει το μυαλό.
Ένα φάντασμα με αναστάτωνε κι αυτό άρχισε να με τρομάζει.
Έτρεχα χωρίς να έχω ακριβή κατεύθυνση προσπαθώντας να ανακαλύψω από που ερχόταν ο ήχος της μουσικής.
Τρέμανε τα πόδια μου από την συγκίνηση που αισθάνθηκα όταν μετά από αρκετές άτυχες προσπάθειες βρέθηκα στην άκρη της μικρής παραλίας και κρυφό κοίταξα τον μουσικό που είχε γυρισμένη την πλάτη του στην παραλία κοίταξε τα κύματα και έπαιζε, χωρίς να με αντιληφθεί.
Το παντελόνι του ήταν σηκωμένο ως τα γόνατα του και είχε τα πόδια του μέσα στο νερό.
Δεν κουνήθηκε καθόλου από τα κύματα που έσκαγαν ορμητικά επάνω του και το κρύο του φθινοπώρου δεν έδειχνε να τον απασχολεί.
Κρύφτηκα για να μην με δει και περίμενα να δω τα μάτια του.
Μια εβδομάδα είχε περάσει από εκείνη την ημέρα που είχα πάει να τον δω.
Κλείστηκα ερμητικά μέσα στο σπίτι για να μπορέσω να τον βγάλω από το μυαλό μου.
Πριν τον συναντήσω ήξερα ότι τον είχα ερωτευτεί μου φαινόταν παράλογο βέβαια γιατί νόμιζα ότι είχα τρελαθεί.
Δεν άντεξα πολύ ήξερα ότι έπρεπε να πάω να τον ξανά δω πάλι.
Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα, ούτε η απομόνωση μου κατάφερε να τον βγάλει από το μυαλό μου.
Τα μαύρα μάτια του ξεπετάγονται όλη την ημέρα μπροστά μου και με καίγανε.
Τρεις μήνες κάθε μέρα με βροχή, με κρύο εγώ εξακολουθούσα και καθόμουν κρυμμένη πίσω του προσπαθώντας να σβήσω τον έρωτα μου για αυτόν τον μουσικό.
Έδινα υποσχέσεις στον εαυτό μου κάθε μέρα ότι δεν θα ξανά πήγαινα να τον δω μα κάθε μέρα κρυφό κοίταζα αυτόν τον μελαχρινό άγγελο και έδινα αναβολή μιας ακόμη μέρας για να καταφέρω να τον ξεχάσω για πάντα.
Φαίνεται πως η μοίρα ξέρει να μας επιβάλλει εκείνη καλύτερα τα παιχνίδια της.
Για να με διευκολύνει ξαφνικά και χωρίς να ξέρω το γιατί σταμάτησα να ακούω τα απογεύματα την λύρα και ο άγγελος εξαφανίστηκε.
Για ένα μήνα πήγαινα στο ίδιο σημείο που τον έβλεπα να παίζει μα δεν ξανά φάνηκε ποτέ και εγώ μαράζωνα κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.
Είχα ερωτευθεί παράφορα κάποιον που δεν είχα ελπίδα να συναντήσω ξανά.
Που δεν βρήκα το θάρρος να του μιλήσω ποτέ.
Το μυαλό μου, το σώμα μου η ύπαρξη μου ολόκληρη είχε σταματήσει στην τελευταία φορά που τον είδα κρυφά να παίζει και εκείνος καθώς έφευγε τα πήρε όλα μαζί του και τα έριξε στην πυρά.
Κι εσύ….
Κατέπνιξε όλο τον έρωτά του, έπρεπε να την αφήσει να αναρωτιέται..
Κάθε φορά ένιωθε την παρουσία της.
Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην γυρίσει να την κοιτάξει.
Τα μάτια της προάγγελοι της αγάπης. Αστείρευτη πηγή ενέργειας.
Ήταν η ζωή του.., η μέρα του.., η αξημέρωτη νύχτα του..
Δεν είχε άλλο τρόπο και τώρα τα κατάφερε.. Έκανε αυτό το μαγικό πλάσμα να τον κοιτάξει , κατάφερε να την μαγέψει με τη μουσική του..
Δεν ήθελε όλο αυτό να εξαργυρωθεί με μια συνηθισμένη ερωτική σκηνή…
Την άφησε να τον αναζητήσει.., να καίγεται μέσα της για τον ανεκπλήρωτο πόθο…
Οι μέρες περνούσαν , αβάσταχτα δύσκολες.. Το βάρος του έρωτα τον λύγιζε , όμως ήξερε ότι η ζυγαριά κάθε μέρα έγερνε προς το μέρος του.
Θα την άφηνε να νομίζει ότι τον έχασε για πάντα.
Ο χρόνος στυγνός εκτελεστής έκανε την αόρατη δουλειά .
Έπεσε η νύχτα , και τον πήρε μακριά…. το σώμα σφίγγεται, η ανάγκη για το τραγούδι του ανείπωτη..
Λυσσομανά πάλι ο βοριάς.. τα βήματα μου με φέρνουν κοντά του…. Λυσσομανά ο βοριάς.., τα βήματα μου με φέρνουν σε αυτήν…! Δεν αντέχω άλλο … πρέπει να χαϊδέψω τη μορφή της με τα μάτια μου….
Ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα κάνει τη φύση να σιγήσει…! Οι αντοχές γκρεμίζονται στην απαρχή της επερχόμενης συνάντησης…!
Ξέρουν το μέρος, νιώθουν τη ίδια ένταση να ξεσκίζει την διψασμένη τους ψυχή..
Όλο το σώμα καίγεται και τα βήματα μετατρέπονται σε όπλα για την ολοένα πιο γρήγορη συνάντηση του πεπρωμένου τους..
Άραγε θα είναι εκεί;; Άραγε θα είναι εκεί;; Μια μόνο ερώτηση βασανίζει το μυαλό τους …. Όμως η καρδιά έχει λάβει τους χτύπους του πρώτου βιολιού και αρχίζει η συναυλία του έρωτα..
Τώρα τίποτα δεν τους σταματά., ούτε η νύχτα , ούτε ο αέρας , ούτε ο Θεός ο ίδιος..! Σήμερα θα αγκαλιαστούν.., σήμερα θα αγαπηθούν όπως κανένας άνθρωπος στη γη..!
Τα βήματα έγιναν λαχτάρα.., η λαχτάρα έγινε εμμονή και η εμμονή τρέλα..!
Το μονοπάτι γνωστό και πρωτόγνωρο συνάμα… ! Σταματά στη θέση της, δεν μπορεί να εισβάλει στο χώρο του! Η θέση του ασπίδα στην ψυχή του, βγάζει τη λύρα και οι νότες ξεχύνονται..!
Δακρύζουν τα πουλιά, η νύχτα κρατά την ανάσα της…! Και σε μια μαγική στιγμή που όμοια της δεν υπάρχει άλλη , γυρνά και την κοιτάζει..!
Τα μάτια ενώνονται σε μια καταιγίδα του μυαλού και των αισθήσεων..! Απλά έρχεται κοντά του σαν να γεννήθηκε για να τον ακουμπάει..! Απλά την πιάνει αγκαλιά , σαν να γεννήθηκε για να την αγαπάει..! Και έτσι ξεκινά και τελειώνει μια ζωή, με έναν οργασμό και μια αγκαλιά……
“Ο ήχος από το κλάμα της λύρας οδηγούσε τα βήματα μου, σχεδόν έτρεχα”
Ιωάννα Δαμηλάτη & Μάνος Σαμοθράκης