Σαν όνειρο
Τον είδα μετά από τόσο καιρό. Δεν περίμενα αυτή μου την αντίδραση. Η καρδιά μου σαν τρελή χτυπά, ξανά.
Με είδε και αυτός, κατάλαβε το βλέμμα μου. Το δικό του ανέκφραστο.
Δεν περίμενα κάτι άλλο, από εκείνον.
Βλέπω στο ίδιο τραπέζι πάμε.
Ειρωνεία, σύμπτωση, τύχη, ποιός ξέρει.
Θέλω να φύγω, αλλά συνάμα και τόσο πολύ να μείνω.
Η γνωστή μου, μαθήτρια του και εγώ καλεσμένη στο δείπνο που αυτός διοργάνωσε.
Όλα τα είχα ρωτήσει, εκτός από το ποιός είναι ο δάσκαλος της.
Μας συστήνει, δεν κρατιέμαι και χαμογελάω.
Όμορφο χαμόγελο, μου λέει.
Ευχαριστώ, απαντάω.
Καθόμαστε, συζητήσεις διάφορες.
Συναντιούνται τα βλέμματα μας, ανά τακτά διαστήματα.
Με ρωτάει διάφορα και εγώ απαντάω δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί κανένας δεν ξέρει την σχέση που είχαμε, η αλήθεια είναι, ότι ήθελα τόσο πολύ να του μιλάω.
Ξεχάστηκα, η ώρα πέρασε. Χάθηκα στις συζητήσεις μας, ήταν τόσο ωραίες. Μου είχαν λείψει. Άτιμη καρδιά, δεν υπακούει στη λογική.
Λέει στην γνωστή μου, να μας πάει σπίτι, είναι αργά και το ταξί ακριβό.
Αρνούμαι αλλά επιμένει, τον κοιτάω με απορία.
Είναι αργά, μου λέει.
Το γνωρίζω, απαντώ.
Κοιτάω να δω αν έχω λεφτά για ταξί, αλλά δεν φτάνουν, οπότε δέχτηκα.
Η καρδιά μου, σαν τρελή χτυπάει. Φυσικά και θέλω να με πάει σπίτι, αλλά το μόνο που θα καταφέρω είναι να επεκτείνω τις οδυνηρές στιγμές κοντά του.
Προσπάθησα να μην το δείχνω, αλλά με κατάλαβε. Δεν μιλάω πολύ. Φτάσαμε στο σπίτι της γνωστής μου.
Νόμιζα πως θα πάμε μέχρι κάπου να πάρουμε ταξί, τους λέω.
Η γνωστή μου γελάει. Είσαι στον κόσμο σου έτσι;
Γιατί; Ρωτάω με απορία.
Με κοιτάει με αυτό το βλέμμα του και μου λέει, είπα ότι θα σας πάω σπίτι σας, αλλά μάλλον ήθελες τόσο πολύ να φύγεις που δεν με άκουσες.
Δεν χρειάζεται, μην σε βάλω σε κόπο, του απαντάω.
Και πως θα πας σπίτι, με ρωτάει, δεν έχει τίποτα έξω από ταξί.
Δεν μιλάω.
Ωραία τότε, μου απαντάει. Έλα μπροστά, να κάτσεις.
Κάθομαι μπροστά.
Πως είσαι μικρή; Μου λέει
Μην με λες έτσι, του λέω.
– Γιατί;
– Δεν θέλω.
– Ρώτησα κάτι.
Πονάει όταν το λες εσύ. Γυρνάω και κοιτάω στο παράθυρο μου.
Σταματάει πιο πέρα το αμάξι. Πριν προλάβω να μιλήσω, είχε βγει έξω. Βγαίνω και εγώ.
Τι κάνεις; Τον ρωτάω
Ότι γουστάρω, μου απαντάει.
– Είναι απάντηση αυτή;
– Κάνω το τσιγάρο και σε πάω σπίτι, μικρή.
Δεν απαντάω, μένω και τον κοιτάω. Το βλέπει αλλά δεν μου λέει κάτι.
Πέρασαν όλες οι στιγμές μας, από το μυαλό μου. Νοσταλγία, αλλά ότι έγινε δεν αλλάζει.
Τον βλέπω έρχεται προς το μέρος μου. Δεν δίνω σημασία.
Έρχεται πολύ κοντά μου, πάγωσα. Το σώμα μου, δεν ακούει το μυαλό μου.
Με φιλάει, προσπαθώ να αντισταθώ, να τον σπρώξω αλλά δεν μπορώ, αφήνομαι.
Σταματάει, με κοιτάει ενώ μου χαϊδεύει το μάγουλο.
Τον κοιτάω, τα μάτια μου έχουν βουρκώσει.
– Γιατί μου το κάνεις αυτό;
Με παίρνει αγκαλιά.
Άσε με, σε παρακαλώ, του λέω.
Το θες, μου λέει.
– Δεν έχει σημασία, πια.
– Αυτό πιστεύεις;
– Ναι. Αν ήθελες, θα ήσουν δίπλα μου, άρα τι σημασία έχει τι θέλω;
– Μεγάλη για εμένα.
– Άλλα μου έδειξες και αυτό μου φτάνει. Σε παρακαλώ πήγαινε με σπίτι, να τελειώνει αυτή η κοροϊδία. Μου είναι αρκετά επίπονο, όλο αυτό.
Δεν μου απαντάει, με φιλάει ξανά.
Παραδίνομαι, ξανά.
Με κρατάει στην αγκαλιά του, δεν μιλάω, έχω παραδοθεί. Μου είχε λείψει, η αγκαλιά του, ο τρόπος που μου χαϊδεύει το κεφάλι, όλα.
Η λογική δεν έχει καμία επιρροή, πια. Ξέρω όμως, πως αυτή είναι η τελευταία φορά.
Έχω πάρει μια απόφαση, όσο επίπονη κι αν είναι. Τα πισωγυρίσματα, δεν είναι λύση.
Τον κοιτάω. Φεύγω του λέω.
Μου χαμογελάει.
Ακούω έναν ήχο από μακριά. Δεν καταλαβαίνω τι είναι.
Συνέρχομαι, έβλεπα όνειρο. Τόσο ζωντανό.
Το κινητό μου χτυπά.
Η γνωστή μου και την έβλεπα στον ύπνο μου.
Έλα, της λέω.
Ετοιμάσου, το βράδυ έχει έξοδο.
Κάτσε μόλις ξύπνησα, τι έξοδο λες;
Μου τα αναλύει, όλα.
Πάγωσα, αυτός ήταν, δεν μπορεί.
Τελικά, θα έρθεις; Με ρωτάει…
Catia M. Marjary