Ούτε ένα τηλέφωνο
Δεν περίμενα να συμβεί αυτό. Τουλάχιστον όχι σε εμένα, όχι σε εμάς. Δε μπορώ να το ξεπεράσω, να πάω παρακάτω. Μου είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Το σπίτι είναι άδειο χωρίς εσένα. Εγώ το ίδιο. Λες και μου πήραν τη χαρά και τη ζωντάνια μου. Λες και τα πήρες εσύ φεύγοντας μαζί σου εκείνο το βράδυ. Νόμιζα πως ήταν ένας απλός καβγάς. Από αυτούς που περνάνε και ξεχνιούνται. Παιδιάστικα καπρίτσια. Τσακωμοί για το τίποτα και άνευ λόγου. Λίγο η κούραση, λίγο εγώ με τα θέλω μου και τις παραξενιές μου, λίγο εσύ που ήθελες να περνάει το δικό σου, λίγο η ρουτίνα.
Όλα μαζί φαίνεται όμως ενώθηκαν και έγιναν πολλά. Δυνάμωσαν σμίγοντας. Κατάφεραν στο πέρασμά τους να ισοπεδώσουν τη σχέση μας, να σπάσουν τα δεσμά που μας ένωναν χρόνια. Λείπεις εσύ από εμένα. Λείπω και εγώ από τον εαυτό μου. Δε μου μοιάζω πια. Δεν είμαι εγώ. Όσες προσπάθειες και αν κάνω, δεν μπορώ να με βρω. Βγαίνοντας από το σπίτι, φοράω πάντα ένα ψεύτικο χαμόγελο. Χρειάζεται και για αυτό πολλή προσπάθεια. Πρώτα πρέπει να το βρω, μετά να το προσαρμόσω στο πρόσωπό μου, να το στερεώσω με κάποιο τρόπο και να σιγουρευτώ πως δε θα πέσει με την πρώτη δυσκολία.
Είναι και φορές που η θλίψη μου το αρπάζει. Όταν με ρωτάνε για παράδειγμα πώς είναι ο Μανώλης και σου στέλνουν χαιρετίσματα. Τότε το χαμόγελό μου ξεκολλάει αυτόματα και πέφτει στο έδαφος, σπάει και γίνεται κομμάτια. Και τότε δεν μπορώ να κρύψω την αλήθεια. Λέω τα πράγματα ως έχουν. Πως δηλαδή ο Μανώλης έφυγε από το σπίτι και πως δεν έχω λόγο να υπάρχω πια. Δε με πήρε κανένα τηλέφωνο να δει ποτέ τι κάνω, έστω από ευγένεια ή σαν φόρο τιμής σε όλα όσα κάποτε ζήσαμε μαζί. Οι άλλοι στέκονται αμήχανοι μπροστά μου, μην ξέροντας τι να πουν. Κοιτάνε τα κομμάτια από το χαμόγελο μου που είναι σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο. Είναι πιο εύκολο από το να με κοιτάνε στα μάτια. Τους καταλαβαίνω. Δεν έχω μάτια. Δύο ανοιχτές πληγές έχω στη θέση τους.
Ιωάννα Πιτσιλλή