Έσφαλα. Ας πρόσεχα.
Ακόμη ένα βράδυ στο κατώφλι σου ήρθα. Ξέρω πως είσαι επάνω. Για άλλη μια φορά στέκομαι με κομμένη την ανάσα, κοιτώντας το όνομά σου επάνω στο κουδούνι. Το χαϊδεύω με την άκρη του δαχτύλου μου. Θέλω να το πατήσω. Να σου πω, πως είμαι εγώ. Μα δεν το κάνω για πολλοστή φορά. Δεν έχω το θάρρος. Εξάλλου τι να σου πω; Συγνώμη; Όσες φορές κι αν σου είπα, δεν τη δέχτηκες. Μα και γιατί να το κάνεις άλλωστε;
Πόσο απεγνωσμένα θέλω να σε ακούσω. Έστω και από ένα θυροτηλέφωνο. Κάνω λίγα βήματα πίσω και σηκώνω τα μάτια μου προς το διαμέρισμά σου. Τα φώτα ανοιχτά. Κάθεσαι στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, παλεύοντας να δεις κάτι αξιόλογο στην τηλεόραση. Σίγουρα στο τραπέζι έχεις ήδη ένα ποτήρι κρασί. Έχω κάνει εικόνα με το νου μου πώς περνάς τη βραδιά σου. Ανάθεμά την ανοησία μου, την κουταμάρα που πήγα και έκανα και τα διέλυσα όλα.
Δε με συγχωρώ για τον πόνο που σου προκάλεσα. Επάνω έπρεπε να ήμουν τώρα. Εκεί, μαζί σου. Όπως τότε. Πώς σου το έκανα αυτό. Στιγμή αδυναμίας το ονόμασα, μα κατά βάθος γνωρίζω πως ήταν πόθος. Ναι, ο πόθος με οδήγησε στα μονοπάτια της αμαρτίας. Και τώρα απολογούμαι σε ένα ψυχρό κουδούνι. Έσβησες πλέον το δικό μου όνομα από πάνω. Μου αξίζει.
Μα τι θέλω πάλι ξημερώματα εδώ; Άκρη δε θα βγάλω. Τις ένωσα και τις δύο άκρες και δημιούργησα έναν κύκλο που τελειωμό δεν έχει. Δε θα με συγχωρήσεις ποτέ σου. Το ξέρω. ‘Εσφαλα. Σε έριξα απότομα από το ροζ συννεφάκι που πίστευες πως ζούσαμε.
Με λυπάμαι. Οίκτο νιώθω για μένα. Έχασα κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. Συγχώρα με! Αρχίζω να φωνάζω κάτω από το παραθύρι σου. Δεν ξέρω πώς μου βγήκε η φωνή. Σίγουρα με άκουσες. Τα φώτα έκλεισαν το ένα πίσω από το άλλο. Έλαβα την απάντησή σου. Σκύβω το κεφάλι μου, μη δουν οι περαστικοί τα δάκρυά μου και φεύγω. Πού πάω άραγε; Στο κενό. Στο τίποτα που δημιούργησα με τα ίδια μου τα χέρια. Ας πρόσεχα…
Εύη Π. Γουργιώτη