Έφυγες αφήνοντας πίσω σου αποκαΐδια
Έκαψες τα “φτερά” μου πριν καν αναπτυχθούν σωστά. Ήταν ακόμα μαζεμένα, τσαλακωμένα, δεν είχα προλάβει να τ’ ανοίξω. Κι ήρθες εσύ, φως δυνατό και με τύφλωσες. Κι έγινα απρόσεκτη και “πέταξα” στα τυφλά, μαγνητισμένη από τη λάμψη σου. Σαν τις πεταλούδες που μαζεύονται γύρω από τη λάμπα κι αργά ή γρήγορα καίγονται και χάνονται. Το ξέρουν άραγε; Ή απλώς πετούν ανήμπορες ν’ αντισταθούν; Ποιος ξέρει;
Σε είδα. Φως στο σκοτάδι μου. Ζωή στο άψυχο από καιρό σώμα μου. Δε σκέφτηκα καθόλου. Η αλλοτινή δειλία μου είχε χαθεί. Σε πλησίασα. Με μέθυσε το άρωμά σου. Με σαγήνευσαν τα μάτια σου. Μ’έκαψαν όπου μ’ άγγιξαν τα χέρια σου. Στιγμές ονειρεμένες, αδύνατο να εκφραστούν, να μετουσιωθούν σε λέξεις.
Και μετά… τίποτα! Διάττοντας αστέρας που έσκισε τη νύχτα με το πέρασμά του. Τη φώτισε κάνοντας το μαύρο της χρώμα να φαντάζει πιο σκούρο μετά. Κρότος που τάραξε τη γαλήνη μου για ν’απλωθεί στη συνέχεια ησυχία. Δύσκολη η σιωπή, ασήκωτο το βάρος της.
Λίνα Κατσίκα