Ελένη
Είχε εγκατασταθεί προσωρινά σε ημιυπόγειο, σε ένα σπίτι σαράντα τετραγωνικών, με ένα μόνο παράθυρο. Ο χώρος ενιαίος και όλα πολύ κοντά μεταξύ τους. Η κουζίνα με το τραπέζι , το κρεβάτι , η εξωτερική ντουλάπα και ένα υποτυπώδες σαλονάκι. Χρειαζόταν άμεσα σπίτι και το νοίκιασε αλλά συνέχιζε να ψάχνει για κάτι μεγαλύτερο και σε όροφο. Στο μυαλό της από την αρχή που έφτασε στην Αθήνα υπήρχε ένα σχέδιο και μέχρι εκείνη τη στιγμή παρά τους σχετικούς συμβιβασμούς δεν είχε παρεκκλίνει. Είχε καταφέρει να βρει μια δουλειά και έστω και αν το σπίτι δεν ήταν αυτό που ήθελε ακριβώς, ήταν ένα σπίτι. Η μεγάλη ανατροπή προέκυψε όταν ξεκίνησε η εφαρμογή των μέτρων εξαιτίας της πανδημίας. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα ήταν αναγκαστική, επιβαλλόταν η παραμονή και στην περίπτωσή της και η εργασία από το σπίτι, και το μόνο θετικό ήταν η απαλλαγή από τις μετακινήσεις στο κέντρο.
Η πρώτη εβδομάδα πέρασε γρήγορα αλλά τις επόμενες μέρες άρχισε να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Κλεισμένη για πολλές ώρες εκεί, έβλεπε ότι ο χώρος θύμιζε κελί, ζούσε στο ημίφως και τις ημέρες με συννεφιά μέσα ήταν θεοσκότεινα. Αποζητούσε το φυσικό φως και προσπαθούσε να αξιοποιήσει το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού, με οποιοδήποτε τρόπο. Είχε επιλέξει από άγνοια έναν καταθλιπτικό χώρο και ένιωθε ασφυκτικά περιορισμένη, αλλά εκτός από τα προβλήματα στο εσωτερικό, υπήρχαν και συνεχείς θόρυβοι από παντού. Μια μέρα ακουγόντουσαν φωνές, περισσότερο από τις συνηθισμένες και σειρήνα από ασθενοφόρο, και ενώ κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε, δε βγήκε γιατί απαγορευόταν ο συνωστισμός. Αργότερα έμαθε ότι ο κύριος στον δεύτερο, αν και απόλυτα υγιής, είχε πάθει εγκεφαλικό. Σκεφτόταν συνέχεια το περιστατικό και τι ειρωνεία, ένας άνθρωπος πέθαινε και αυτή συμμορφωνόταν στις υποδείξεις της πολιτείας. Την ίδια συνέπεια έδειχνε καθημερινά και για την ενημέρωση αλλά της άφηνε την απόλυτη αίσθηση απογοήτευσης.
Ο χρόνος έμοιαζε να βουλιάζει και να την παρασύρει στο κενό και εκείνη προσπαθούσε να αντισταθεί, το πιο σωστό γι’ αυτήν θα ήταν να επιστρέψει στην επαρχία. Απεγνωσμένα ήθελε να ακούσει τον ήχο της θάλασσας, να δει τα βουνά και τα δάση και να νιώσει τον ήλιο και τον άνεμο. Έβγαινε συχνά έξω και περπατούσε στους δρόμους και στις πλατείες κατά τις ‘’μετακινήσεις για άθληση’’ αλλά δεν έφτανε. Όταν έμενε παραπάνω μέσα στο σπίτι, χάζευε στο διαδίκτυο τα καταπράσινα τοπία και φανταζόταν πως μύριζε αρμπαρόριζες και γιασεμί. Σήμερα μέτρησε είκοσι επτά ημέρες καραντίνας και καταλαβαίνει ότι θα χρειαστεί να αντέξει για να συνεχίσει. Είναι επιτακτική η ανάγκη να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα και να συνηθίσει και να μπορέσει να κάνει αισιόδοξες σκέψεις.
Παρασκευή Φωτοπούλου