Δεν έχω εχθρούς, ούτε και φίλους
Δεν έχω εχθρούς. Ούτε και φίλους. Έτσι νομίζω. Καθάρισα μαζί τους στο παρά πέντε και σώθηκα.
Είχα πολλούς. Και από τους μεν και από τους δεν. Όλοι μαζεμένοι στη ζωή μου κι εγώ καμάρωνα νομίζοντας πως ήταν όλοι καλοί, πως με αγαπούσαν. Άλλοι με χάιδευαν και άλλοι μου έδειχναν τα δόντια τους και εγώ νόμιζα ότι μου χαμογελούσαν. Όλοι παρόντες κρυφοκοιτάζοντας να με βρουν χαλαρή.
Πού και πού γύριζα το κεφάλι μου όταν αισθανόμουν πόνο από τις τρικλοποδιές που μου έβαζαν και πάντα τους δικαιολογούσα λέγοντας ότι τυχαία με χτυπούσαν. Δεν ήταν ότι φοβόμουν μην τους χάσω από τη ζωή μου. Τις ώρες που σπατάλησα μαζί τους έκλαιγα που είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί. Ήταν δικές μου και εγώ τις χαράμισα στη δική τους ζωή γιατί με είχαν ανάγκη να στέκομαι πλάι τους, ενώ εκείνοι με κοιτούσαν από απέναντι.
Δεν ήταν δύσκολο να αρχίζω να φεύγω. Απλά κοίταξα μέσα μου. Μόνο σκιές υπήρχαν στην ψυχή μου για τον καθένα ξεχωριστά. Μια μαυρίλα που χαλούσε το τοπίο που είχα φτιάξει για να φωλιάσω μέσα τα ωραία της ζωής μου. Όταν καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φύγεις, μόνο τρέχοντας μπορείς να τα καταφέρεις. Το μεθοδικά, και τα με τρόπο δεν περνάνε σε τέτοιες καταστάσεις. Όπως το τσιγάρο, μόνο μαχαίρι μπορείς να το κόψεις.
Μόνο με τα χαστούκια του αέρα που αφήνεις πίσω σου όταν φεύγεις θα τους κάνεις να καταλάβουν πως έχασαν το ‘’μαλάκα’’. Γιατί έτσι σε βλέπουν.
Τι νομίζεις, πως όλοι αυτοί που βολοδέρνουν γύρω σου, είναι φίλοι σου; Αυτοί ούτε μάσκα δε χρειάζονται για να τους αναγνωρίσεις. Μόνοι τους γίνονται οι μασκαράδες της ζωής σου. Τα προσχήματα είναι περιττά για εκείνους. Το χαμόγελό τους δεν έχει αυτή τη γλύκα της αγάπης. Και τα μάτια τους δεν μπορούν να χαρούν γιατί οι φωτιές που πετάνε έχουν τη δύναμη να κάψουν κάθε συναίσθημα.
Θα τους αναγνωρίσεις εύκολα χωρίς συστάσεις. Είναι όλοι εκείνοι που θέλουν να μαθαίνουν τα πάντα για τη ζωή σου χωρίς να σου λένε τίποτα για τη δική τους. Είναι κάτι σαν τους ιερόσυλους, πρώτα κλέβουν και ύστερα καίνε. Είναι σαν να λέμε, βάνδαλοι.
Ιωάννα Δαμηλάτη