Πληγείσα ζώνη
Είμαι μια κινούμενη πληγείσα ζώνη που πάνω της είναι χαραγμένες όλες οι καταστροφές. Ερείπια παντού, μισογκρεμισμένα τείχη και ερημιές, να θυμίζουν ένα φιάσκο που με πάθος υποστήριζα και πίστεψα. Στα σοκάκια της δεν κυκλοφορεί ψυχή, μόνο τα μισοσβησμένα πια χνάρια από τις λασπωμένες αρβύλες που κάποτε ποδοπάτησαν κάποιοι βέβηλοι κατακτητές. Απ’ τη σκισμένη γη αναβλύζουν οι καπνοί μιας φωτιάς που ποτέ δεν έσβησε. Μιας φωτιάς που μένει εκεί και σιγοκαίει ίσα ίσα για να θυμίζει το ποσό υπέφερα.
Πληγείσα ζώνη, ναι, με αμέτρητες πληγές και ανεπανόρθωτη ζημιά. Η απόλυτη καταστροφή χαρτογραφημένη σε μερικά μόλις εκατοστά μιας άσπιλης έως τώρα γης. Μόνη κι έρημη, στραγγισμένη από αξιοπρέπεια, να κείτομαι σαν άδειο κουφάρι ξεσκισμένο από τα δόντια κάποιου μανιασμένου ζώου. Εγκαταλελειμμένη από την χορτασμένη όρεξη κάποιου πεινασμένου αψίθυμου και ζηλιάρικου πλάσματος που εκτός της σάρκας, ορέχτηκε την ψυχή και τη ζωντάνια μου.
Κοιτάξτε με όσοι με φθονούσατε! Γελάστε δυνατά, τώρα πια δε σας ακούω. Δεν μπορείτε να μου προκαλέσετε κανένα συναίσθημα λύπης ή ντροπής. Πια, δεν έχει σημασία να πασχίζω να διαφυλάξω την ιδιωτικότητά μου σαν την πολυτιμότερη κληρονομιά μου. Σαν το ανέγγιχτο, το άσπιλο, το άμεμπτο είναι μου. Τώρα το γοερό μου κλάμα μετετράπη σε σιωπή. Τώρα ξέμεινα από ψυχή. Παραιτήθηκα με όσο σεβασμό μου είχε απομείνει, αφού το αγέρωχο πνεύμα μου πια ελύγισε και έγινε ένα με τη γη. Στο τέλος, γονυπετής κι αδύναμη υποκλίθηκα για τη νίκη του στο πλάσμα που με λεηλατούσε και πλησιάζοντας κοντά στο αυτί του ψιθύρισα κουρασμένα, σχεδόν ξεψυχισμένο: «Νίκησες»!
Μαρία Χαρίτου