Επιλογή σου;
Και όμως επέλεξες τελικά!
Εσύ, όχι κάποιος άλλος για λογαριασμό σου.
Είπες μια καληνύχτα μη θέλοντας να δώσεις εξηγήσεις για εκείνο το περίεργο συναίσθημα που σε κατακλύζει.
Αυτό του φόβου που σου φύτεψαν πριν καν το καταλάβεις.
Μετά αποφάσισες πως η εικόνα σου δε σου ταιριάζει και άντε πάλι από την αρχή.
Άρχισες ξανά να μετράς αντίστροφα, βλέπεις ο φόβος τα κάνει κάτι τέτοια, σε βάζει στη διαδικασία να ψάχνεις πόσος χρόνος σου απομένει για να αλλάξεις αυτό που με κόπο έχτιζες τόσα χρόνια και ήσουν σίγουρος πως είσαι εσύ!
Και ήρθε επιτέλους η ώρα της αντίστροφης μέτρησης και του απολογισμού της περίτρανα επιτυχημένης ζωής σου.
Χωρίς ουσία…
Χωρίς αγάπη…
Χωρίς σκέψη…
Χωρίς ήλιο…
Χωρίς εσένα…
Ποιος σου είπε πως μπορείς να χρησιμοποιείς την ίδια κούπα καφέ κάθε πρωί χωρίς να ξεπλένεις το κατακάθι της τουλάχιστον;
Ποιος σου είπε πως τα ξένα κρεβάτια μπορούν να παραμείνουν ελκυστικά χωρίς ποτέ να βγάλεις τα σκεπάσματα τους στον ήλιο;
Ποιος σου είπε πως μπορείς να φοράς πάντα τα ίδια παπούτσια χωρίς ποτέ να αλλάξεις έστω το χρώμα τους;
Ψέματα σου είπαν!
Αυτά ήθελες να ακούσεις όμως, αυτά σε διατηρούσαν ζωντανό.
Και τώρα;
Τώρα φοβάσαι μα δεν υπάρχει κανένας για να το μοιραστείς μαζί του. Κανένας για να σε πάρει μια αγκαλιά. Ψιθυρίζεις γιατί ξέρεις πως μόνο εσύ θα σε ακούσεις.
Για την ακρίβεια έχεις κάνα δυο ακόμα στο πλάι σου μόνο που δεν είναι “κοντά” σου με σάρκα και οστά αφού ποτέ δεν τους επέτρεψες να σε πλησιάσουν. Έτσι στην ασφάλεια της οθόνης και της από μακριά αγκαλιάς, μπορούσες άνετα να παριστάνεις τον καμπόσο.
Ούτε σε εκείνους θέλεις να εξηγήσεις γιατί θα αποκαλυφθείς.
Ούτε εκείνοι θέλουν να σε ακούσουν αφού η γοητεία σου παραμένει ασφαλής μόνο από απόσταση. Ξέρεις καλά πως αν πέσεις στα μάτια τους δεν θα παραμείνουν για να σε χειροκροτούν κάθε φορά που θα το ζητάς εμμέσως. Ξέρεις καλά πως κάπως έτσι ξεκινάει η πτώση μόνο που δεν περίμενες να έρθει αυτή η ώρα τόσο σύντομα, όχι τώρα τουλάχιστον.
Έχει πολύ καπνό το δωμάτιο και πρέπει επειγόντως να ανοίξεις το παράθυρο.
Έτσι και αλλιώς δε φοβάσαι μήπως σε δει κανένας και τρομάξει. Ψυχή δεν κυκλοφορεί εκεί έξω…
Είναι βαθιά μεσάνυχτα και εσύ κάτι τέτοιες ώρες αφήνεις τους φόβους σου να σεργιανίσουν ελεύθερα.
Μόνο που σήμερα κάτι άλλαξε.
Σήμερα αποφάσισες να σεργιανίσεις μαζί τους. Είναι η καταλληλότερη ώρα άλλωστε, δεν σε βλέπει κανένας, δεν θα σε ρωτήσει κανένας για που το ‘βαλες μέσα στη νύχτα.
Και αυτή η κούπα, μαύρισε από το κατακάθι του καφέ σου.
Άφησες τη βρύση να τρέξει , να τρέξει πολύ, να ξεβγάλει όσα μάζευες μέσα της χωρίς να καταλάβεις πως ήταν όλα δικά σου και πως απόψε κόντεψαν να σε πνίξουν.
Ακούμπησες την κούπα στο νεροχύτη και άφησες ανοιχτό το παράθυρο.
Αν αποφασίσεις να επιστρέψεις, τουλάχιστον θα έχει καθαρίσει η ατμόσφαιρα.
Αν επιλέξεις να συνεχίσεις το δρόμο σου όμως και σε αναζητήσει κανένας, το ανοιχτό παράθυρο θα τον βοηθήσει να δει πως δεν είσαι στο δωμάτιο.
Θα τον βοηθήσει να καταλάβει πως έφυγες…
Ψυχή δεν κυκλοφορεί εκεί έξω, μόνο κάποιος φορτωμένος με τύψεις προσπαθεί να βρει το δρόμο του…
Μαρία Βουζουνεράκη