Όλα ήταν μέσα μου τόσο καιρό
Κάθομαι σε ένα μπαρ και πίνω το ποτό μου, εγώ και οι σκέψεις μου. Είναι στιγμές που με απολαμβάνω και αυτή η μοναχικότητα με ηρεμεί.
Βλέπω μια φιγούρα να πλησιάζει, είναι σκοτεινά και δεν φαίνεται καλά. Μια γυναίκα στα μαύρα ντυμένη.
Δεν με ρωτά και κάθεται. Την κοιτάω με απορία. Μου χαμογελάει, τόσο ήρεμο και γαλήνιο το χαμόγελο της. Πριν προλάβω να μιλήσω, μου μιλάει.
-Πως είσαι;
-Ποιά είσαι και τι θέλεις;
-Εσύ, με φώναξες.
-Εγώ; Δεν νομίζω.
-Είμαι η συγχώρεση.
-Ναι….
Πριν προλάβω να συνεχίσω, την κοίταξα στα μάτια και πέρασαν από μπροστά μου όλες οι στιγμές που ζήτησα συγχώρεση και ήθελα να συγχωρέσω, αρκετές τις είχα ξεχάσει.
Δεν έδωσα σημασία. Ιδέα μου θα είναι. Με κοιτάει.
-Δεν έχω πολύ χρόνο, μια συμβουλή θα σου δώσω. Συγχώρεσε τον εαυτό σου πρώτα και μετά θα είναι πιο εύκολο να συγχωρέσεις τους άλλους. Θα ανταμώσουμε ξανά, όταν με αποδεχτείς αληθινά.
Εξαφανίστηκε ξαφνικά.
Κοιτάω το ποτό μου και αναρωτιέμαι, δεν έχω πιεί ούτε δύο γουλιές, τρελή δεν είμαι ακόμα, αναρωτιόμουν. Αλλά δεν έδωσα σημασία, βυθίστηκα ξανά στις σκέψεις μου.
Σήμερα, τις έχω αφήσει ελεύθερες. Να με βασανίσουν όπως θέλουν, μήπως και λυτρωθώ από αυτές.
Τις σκέψεις μου διέκοψε ένας άντρας που μόλις μπήκε στο μπαρ, τόσο όμορφος και σαγηνευτικός, αδύνατον να μην σου τραβήξει την προσοχή.
Τον βλέπω έρχεται προς το μέρος μου, κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου.
Από μέσα μου λέω, μα τι γίνεται σήμερα κάθεται ο καθένας με το έτσι θέλω;
-Δεν έκατσα, με το έτσι θέλω γλυκιά μου, εσύ με φώναξες.
-Ωπα, απάντησες σε αυτό που σκέφτηκα;
-Ναι.
-Αποκλείεται, το είπα από μέσα μου.
-Κι όμως, δεν αποκλείεται.
Πάγωσα, σάστισα, πως είναι δυνατόν;
-Είμαι ο έρωτας.
Δεν ξέρω τι να πω, θα μπορούσα πολλά, αλλά διάβασε τις σκέψεις μου, τι να σκεφτώ.
Θυμήθηκα τον σκρουτζ και γέλασα, μα καμία σχέση, άλλο σενάριο ίσως.
-Όχι κανένα σενάριο, εσύ με φώναξες και ήρθα.
Μου πιάνει το χέρι και με κοιτάει, με βλέμμα αθώο και θαυμασμού.
-Είσαι τόσο όμορφη και η ψυχή σου υπέροχη, αδύνατον να μην σε ερωτευτούν. Από τις αγαπημένες μου πολεμίστριες.
-Με κοροϊδεύεις;
-Όχι γλυκιά μου, ποτέ.
Όσο πιο πολύ κρατούσε το χέρι μου, τόσο πιο πολύ ένιωθα όλα αυτά που έλεγε.
Μου χαμογελάει, ζεστασιά νιώθω. Παρατηρώ το πρόσωπο του, από την μια πλευρά, είχε μια ουλή μεγάλη που έφτανε μέχρι το χέρι του.
-Οι άνθρωποι, βιάζουν και εξευτελίζουν την ομορφιά αυτού που σας χαρίζω. Έχουν ξεχάσει την μαγεία μου, πολλοί με μισούν. Δεν θέλω να πληγώσω κανέναν, με έχουν κατανοήσει λάθος και προσβάλουν την ύπαρξη μου, με ψέματα και φθηνές δικαιολογίες.
Απλά τον κοιτάω, δεν μπορώ να μιλήσω. Έχει δίκιο.
Μου πιάνει πιο σφιχτά το χέρι.
-Το νιώθεις;
-Ναι
-Έτσι είναι το συναίσθημα που δημιουργώ. Δεν εμφανίζομαι όταν οι άνθρωποι ποθούν σώματα, αλλά όταν θέλουν να γευτούν την ψυχή. Τότε ζω πραγματικά και αναδύομαι μέσα από εσάς, παίρνω μορφή ξανά.
Τα συναισθήματα που ένιωσα, απερίγραπτα.Αγγίζω το πρόσωπο του, την πλευρά που έχει την ουλή του, τα μάτια μου βούρκωσαν.Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και εξαφανίστηκε.
Νομίζω πως χάνω τα λογικά μου, αλλά όλα αυτά που αισθάνθηκα, δεν ξέρω τι να σκεφτώ πλέον.
Θα περιμένω, να δω τι άλλο θα εμφανιστεί. Η ώρα πέρασε και τίποτα δεν έγινε, όμορφα.
Ώρα να φύγω, να πάω σπίτι.
Βγαίνω έξω, πάω λίγο πιο πέρα να πάρω ταξί.
Βλέπω έναν άντρα, να φωνάζει σε μια γυναίκα.
Είχε μαζευτεί και έκλαιγε, η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα αν πρέπει να αντιδράσω, αλλά δεν μπορούσα να μην το κάνω.
Πηγαίνω προς το μέρος τους, η γυναίκα τόσο όμορφη, λάμπει αλλά έχει μια θλίψη στα μάτια της.
Ο άντρας γεροδεμένος, σοβαρός, επιβλητικό βλέμμα, αλλά με μια αθωότητα. Με κοιτάει, ο άντρας.
-Τι θες;
-Σε ακούω που της φωνάζεις, δεν την βλέπεις κλαίει.
-Καλά να πάθει, αυτή το διάλεξε.
-Ότι κι αν διάλεξε, μην είσαι τόσο σκληρός.
-Εγώ; Γελάει. Εσείς είστε σκληροί μαζί της, εγώ απλά της το υπενθυμίζω, για αυτό κλαίει.
-Έχει δίκιο που μου φωνάζει, δεν το κάνει για το κακό μου.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Εγώ είμαι ο θάνατος και αυτή είναι η ζωή. Τώρα κατάλαβες, μικρό;
-Ναι, αλλά…
-Δεν έχει αλλά, κάποτε ήταν γεμάτη ζωντάνια, μόνο χαρά έβλεπες στο βλέμμα της, χαιρόμουν να την βλέπω, τώρα με πονάει. Δεν την εκτιμάτε, εμένα με φοβάστε. Λέτε ότι ζείτε, αλλά το μόνο που κάνετε είναι να με καλείτε λίγο-λίγο κάθε μέρα, την προσβάλετε με κάθε τρόπο. Δήθεν πως την αγαπάτε και τι κάνετε για αυτό;
-Σταμάτα σε παρακαλώ, μην της μιλάς έτσι, δεν φταίει.
-Φταίει και αυτή, όλοι φταίνε και δειλιάζουν. Φοβάσαι μικρό και όλοι τους φοβούνται. Δεν διαφέρεις μόνο με την σκέψη, η ζωή θέλει πράξεις.
-Δεν ξέρω τι να πω, έχω μείνει άναυδη.
-Λογικό, έρχεται προς το μέρος μου η ζωή.
Έχω παγώσει, διότι δεν ξέρω εάν έχω τρελαθεί, εάν βλέπω όνειρο, τι ακριβώς συμβαίνει.
Πλέον δεν έχει σημασία. Η ουσία είναι το ζητούμενο, κάτι που από ότι φαίνεται έχω χάσει από καιρό.
-Ο θάνατος είναι λίγο απότομος, αλλά δεν το κάνει με κακή πρόθεση, έτσι είναι. Με αγαπάει και θέλει το καλό μου. Χαίρεται όταν σας βλέπει να με απολαμβάνεται, διότι ξέρει πως όταν σας συναντήσει θα έχετε πολλά να πείτε και όχι να μετανιώνετε, για αυτά που δεν τολμήσατε να μου ζητήσετε.
Σαν χαμένη κάθομαι, εγώ που πάντα κάτι έχω να πω, τώρα τα λόγια μου δεν τολμάνε να βγούνε.
Τον βλέπω την παίρνει αγκαλιά και εξαφανίστηκαν.
Ήθελα να περπατήσω λίγο, δεν έκανε κρύο αλλά φύσαγε, ένιωθα τον αέρα να καθαρίζει τις σκέψεις μου. Όμορφη βραδιά.
Τι έκανα τόσο καιρό; Δεν έχει πλέον σημασία, από εδώ και περά τι θα κάνω.
Περπατάω, ησυχία, ούτε ένας περαστικός. Μετά από όλα αυτά, δεν με νοιάζει που πάω και γιατί.
Έχω ξεκινήσει να αναθεωρώ αρκετά.
Βλέπω ένα παιδί, μόνο του. Το πλησιάζω.
-Τι κάνεις εδώ μόνο σου αγάπη μου;
Με κοιτάει με μάτια κλαμένα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω εάν είναι αγόρι ή κορίτσι.
-Που είναι οι γονείς σου;
Έρχεται πιο κοντά μου, τόσο γλυκό, απλά έλιωσα στην παρουσία του. Κάθεται στην αγκαλιά μου.
-Σώπασε γλυκό μου, μην κλαις. Πες μου, τι συμβαίνει;
-Δεν με θες στην ζωή σου, έτσι δεν είναι;
-Τι θες να πεις;
-Είμαι η αγάπη.
Έπρεπε να το περιμένω.
-Γιατί κλαίς;
-Δεν με θέλεις στην ζωή σου, ούτε οι υπόλοιποι.
-Δεν είναι έτσι, φυσικά και σε θέλω, όλοι σε θέλουν.
-Τότε, γιατί δεν κάνεις κάτι; Αφού με θες.
Σώπασε και έμεινε στην αγκαλιά μου, η καρδιά μου δεν αντέχει το θέαμα της.
Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, νιώθω σαν να ενώνουν όλα τα κομμάτια μου.
Έρχεται η ζωή ξανά και όλοι οι υπόλοιποι.
-Πάμε σπίτι, αγάπη.
-Όχι, εδώ είναι το σπίτι μου και το δικό σας.
Χαμογέλασαν όλοι τους και σιγά-σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται.
Τελευταία η αγάπη. Με κοιτάει και μου χαμογελάει, με παίρνει μια σφιχτή αγκαλιά.
Νιώθω ζεστασιά και ηρεμία.
Αποφάσισα να αποδεχτώ, αυτά που έχουν γίνει και να κάνω κάτι για αυτά που επιθυμώ.
Όλα τελικά μέσα μου ήταν και φοβόμουν να τα δω.
Τώρα που το ξέρω, είναι η ευκαιρία μου να κάνω μια καινούργια αρχή.
Catia Marjary