Ένας Τοξότης δίχως βέλη
Βάδιζα πάνω σε ένα ξύλινο γεφύρι, μύριζε εκπληκτικά τριγύρω, ζούσα στο κάθε βήμα. Κελαηδίσματα, νερά που έτρεχαν, μία μουσική ροή δημιουργούσαν του Απόλλωνα τα χρυσά δώρα. Ντυμένη στα μαύρα, με Κόκκινα χείλη. Φυσούσε ο αέρας και ένιωθα πως με κοιτούν οι φυλλωσιές με απορία και γελούσα. Εκεί στο τέλος από το γεφύρι, έκατσα σε έναν κορμό, άναψα τσιγάρο, έκλεισα τα μάτια μου για λίγο. Μέσα σε αυτή την όμορφη σιωπή από ανθρώπινη λαλιά. Μόνο πουλιά, νερά, τιτιβίσματα και το αεράκι που μου χάιδευε το πρόσωπο.
Το πνεύμα των ανέμων άρχισε να μου μιλά για εραστές, για των θεών τα βράδια, για τη βρύση της λησμονιάς που υπάρχει παρακάτω και αν σκύψεις να πιεις νερό από εκεί ξεχνάς όλα τα επίγεια. Αλλά αυτό μόνο αν είσαι ερασιτέχνης, αν έχεις την έξυπνη ουσία, αλλιώς σε μεταμορφώνει σε ιππότη ελεεινής μορφής στο Λυκόφως των ειδώλων. Πίσω εκεί, από τα σπαρτά είναι οι μάγισσες και λίγο πριν το μούχρωμα αρχίζουν τα γητειά. Χάιδεψε γλυκά τα μαλλιά μου, άνοιξα τα βλέφαρά μου, ένιωσα σαν να ταξίδεψα για λίγο στην αγκαλιά του. Ακούμπησα ευλαβικά το Πούλουδο που ήταν ακριβώς δίπλα από το πόδι μου και συνέχισα για τη βρύση της λησμονιάς συλογιζόμενη όσα μου είπε το πνεύμα των ανέμων.
Σε αυτή τη βόλτα δεν ένιωσα λεπτό μόνη μου, ένιωθα ότι κάτι με ακολουθεί, ή μάλλον κάτι με σπρώχνει σε κάτι που με περιμένει. Δεν ξέρω. Ένα συναίσθημα περίεργο, μα τόσο επίμονο. Χόρευαν γύρω μου τα σμάραγδα, μα η μουσική δεν έφτανε στα αυτιά μου. Ένιωθα όμως πως γνώριζα τα βήματα. Πως με καλούσε. Βρέθηκα μπροστά σε δύο μονοπάτια. Στάθηκα, είπα να αφήσω τα ίδια να με διαλέξουν. Εγώ μόνο άρχισα να βηματίζω με τα βήματα που ένιωθα πως γνώριζα. Άραγε ποιο από τα δύο να οδηγεί στη βρύση της λησμονιάς; Αναρωτήθηκα.
Έκλεισα τα μάτια μου, αφέθηκε ολοκληρωτικά δίχως δεύτερη σκέψη, χόρευα. Κάτι με τράβηξε σαν μαγνήτης. Όταν τα άνοιξα είδα μπροστά μου μία φωτιά. Κοίταξα γύρω μου, ήταν νύχτα, ένα μικρό πλατώνι απέναντί μου με κοίταξε για λίγο και χάθηκε στο μοβ. Είχα την αίσθηση του έρωτα. Ήμουν σε έναν κύκλο με μία φωτιά στη μέση. Έκατσα δίπλα της, άναψα τα όνειρά μου και αποκοιμήθηκα. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδεψαν τα μάτια μου να ανοίξουν. Απέναντί μου θάλασσα, ένα υπέροχο τοπίο.
Εχθές ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτα από όλα αυτά. Δεν πίστευα τι μπορεί να γεννηθεί μέσα στη νύχτα! Η μουσική άρχισε να ακούγεται καθαρά. Μία βάρκα αναποδογυρισμένη παρακάτω. Πλησίασα σιγά-σιγά. Η αμμουδιά αγκάλιαζε τα πόδια μου. Έκλεινε τα χέρια της και τα ξανάνοιγε για το επόμενο βήμα μου σαν μάνα. Ήμουν κοντά… μπορούσα να διακρίνω ότι η βάρκα έγραφε «ΑΓΑΠΗ». Η μουσική δυνάμωσε αρκετά. Πίσω από τη βάρκα ξεχώριζε μία ανδρική μορφή. Ένιωθα ότι θα έβλεπα κάποιον πολύ δικό μου, ανατρίχιασα. Ήμουν ένα βήμα μακριά από την αποκάλυψη. Παίρνω βαθιά ανάσα και λέω: “καλημέρα”. Εμπρός μου ένας κιθαριστής με μαύρα μαλλιά, μάτια ζωηρά και επίμονα, έπαιζε τη μουσική που άκουγα, τη μουσική που χόρευα δίχως να την ακούω… Με κοιτάζει και μου λέει με ζεστή φωνή: “Καλημέρα, ήρθες; Σε περίμενα.”
Maria Klapsa