Τα δάκρυα ενός άντρα
Και έκλαψε άντρας μπροστά μου, σου λέω.
Και ένιωσα πως δεν είχα τη δύναμη να διαχειριστώ μια τέτοια κατάθεση ψυχής.
“Όλα πήγαν χαμένα”, έλεγε ξανά και ξανά.
Για τη χαμένη του αγάπη μιλούσε.
Για εκείνα που της χάρισε και εκείνη τα σκόρπισε με την πρώτη ευκαιρία.
Για τις γερές βάσεις που πίστευε πως είχε χτίσει, για να νιώθει το άλλο του μισό ολοκληρωμένο.
Ήταν γονατιστός και έκλαιγε σαν μικρό παιδί.
Δεν τόλμησα να σκύψω να τον αγκαλιάσω.
Φοβήθηκα!
Φοβήθηκα μήπως τον κάνω να νιώσει άβολα.
Ποια ήμουν, εξάλλου, εγώ, για να τον παρηγορήσω.
Μια άγνωστη που έτυχε να περνάει εκείνο το διάστημα από το δρόμο της ζωής του.
Έτυχε, σου λέω.
Λες και κάποιο αόρατο χέρι με έσπρωξε προς αυτόν.
Ίσως για να τον σώσω από τη θολούρα που είχε μέσα του.
Ίσως για να απαλύνω όσο μπορούσα, τον πόνο του.
Ψιθύριζε συνεχώς το όνομά της.
Ένας κόμπος έφραζε την αναπνοή του.
Δεν πίστευα ποτέ μου, πως και οι άντρες κλαίνε τόσο απαρηγόρητα.
Βίωνα μπροστά στα μάτια μου, κάτι πρωτόγνωρο.
Δεν μπορούσα να αρθρώσω δύο κουβέντες να του πω.
Μα έκανα ένα βήμα προς εκείνον και γονάτισα μπροστά του. Τον κοίταξα στα μάτια.
“Θα περάσει”, μόνο αυτό κατάφερα να ψελλίσω.
Τον έκανα να αγανακτήσει περισσότερο.
Μα δεν τον φοβήθηκα.
Ένα μικρό θεριό ήταν. Θα του περνούσε με την πάροδο του χρόνου. Ήμουν σίγουρη.
Η ζωή δε σταματά με μια απογοήτευση.
Αλίμονο αν γινόταν έτσι. Θα είχαμε όλοι σαλέψει.
Θέλει καιρό να γιατρευτεί μια ραγισμένη καρδιά.
Εκτός και αν…
… αναπάντεχα έρθει κάποιος άλλος άνθρωπος που θα κλείσει όλες της τις πληγές.
Δίχως να το σκεφτώ, τον αγκάλιασα. Και ήταν εκεί που άφησε όλο του το κορμί να σπαρταρήσει από τα αναφιλητά του.
Εκεί ήταν που άρχισε να λυτρώνεται.
Εκεί μέσα, στη δική μου αγκαλιά.
Γουργιώτη Π. Εύη Ευδοξία