Μίλα μου για χρώματα
Η Ματούλα μπήκε στην αίθουσα κρατώντας αγκαζέ το άσπρο αφράτο μπράτσο της Βερενίκης. Ένα αμυδρό χαμόγελο- αυτό της αμηχανίας- είχε καρφιτσωθεί με το έτσι θέλω στα λεπτά της ροζ χειλάκια και από εκεί αγωνιζόταν μετά βίας να μην πέσει κάτω και να φάει τα μούτρα του.
Είχαν και τα δύο κορίτσια τις σάκες τους περασμένες στην πλάτη. Σε αυστηρό μαύρο τόνο είχε επιλέξει την σάκα της η Βερενίκη ενώ ένα μπλε ταξιδιάρικο κόρδωνε κάπως ντροπαλά πίσω από την πλάτη της Ματούλας. Η Ματούλα εκτός από τη σάκα της κουβαλούσε και ένα μυστήριο βαλιτσάκι. Το βάρος του έμοιαζε να την ταλαιπωρεί σε συνδυασμό με τη σάκα, την πρωινή ζέστη και την αγωνία της πρώτης μέρας.
Βερενίκη και Ματούλα βάδιζαν με κατεύθυνση το πρώτο θρανίο της κεντρικής σειράς. Βάδιζαν τόσο κολλητά η μία στην άλλη που ήταν φορές που οι σάκες τους αλληλο-σκουντίοντουσαν μεταξύ τους. Χωνότανε το μπλε της θάλασσας της Ματούλας μέσα στο σοβαρό το μαύρο της Βερενίκης και του έκανε νερά.
Η θέση των κοριτσιών ήταν προκαθορισμένη. Η Ματούλα και η Βερενίκη θα μοιράζονταν πάντα το πρώτο θρανίο της κεντρικής σειράς της αίθουσας. Με τον τρόπο αυτό η Ματούλα θα ήταν σε θέση να ακούει καλύτερα το μάθημα, ενώ η Βερενίκη θα ήταν τα μάτια της.
Η Ματούλα ακούμπησε με τη βοήθεια της Βερενίκης τη τσάντα της στο πάτωμα ενώ πιο εύκολα άφησε πάνω στο θρανίο το μυστήριο βαλιτσάκι της. Αφού ψηλάφησε και υπολόγισε με τις παλάμες της τις διαστάσεις του μικρού τραπεζιού, κάθισε στην καρεκλίτσα της και τοποθέτησε με μαθηματική ακρίβεια το μυστήριο βαλιτσάκι μπροστά της.
Η δασκάλα καλωσόρισε τα παιδιά και ευχήθηκε σε όλους μια καλή και δημιουργική νέα σχολική χρονιά. Τα παιδιά μίλησαν λίγο το καθένα για τον εαυτό του- όπως συνηθίζεται άλλωστε να γίνεται την μέρα αυτή-και έπειτα έσκυψαν πάνω από τα καινούργια τους τετράδια και βάλθηκαν να περνάνε στα χαρτιά αυτά που η δασκάλα περνούσε με την κιμωλία στον μαυροπίνακα.
Και τότε άρχισε να ακούγετε ένας παράξενος ήχος. Από το πρώτο θρανίο της μεσαίας σειράς. Από τη μεριά της Ματούλας. Από μια γραφομηχανή που ξεμύτησε από το βαλιτσάκι. Από μια παράξενη μηχανή με λιγοστά στον αριθμό πλήκτρα. Κάτι πλήκτρα που χορεύαν σε ρυθμούς τρελούς και άφηναν ανάγλυφες κουκκίδες πάνω σε ένα κιτρινωπό χοντρό χαρτί.
Τριάντα ζευγάρια μάτια γύρισαν σχεδόν ταυτόχρονα προς τη μεριά της Ματούλας. Τριάντα κόμποι κάθισαν την ίδια στιγμή σε τριάντα λαιμουδάκια. Δεν ήταν ο ήχος της γραφομηχανής, αυτόν θα τον συνήθιζαν. Η Ματούλα ήταν ένα παιδί κομματάκι αλλιώτικο από τα άλλα. Αλλιώτικο από αυτά τα ίδια. Ένα παιδί που δεν θα μάθαινε ποτέ τα χρώματα και που αυτά τα παιδιά όσο και να ήθελαν δεν ήξεραν πώς να της τα περιγράψουν…
Υ.Γ. 1 Κάνοντας μια βουτιά χρόνια πίσω, σε εκείνη την πρώτη μέρα δεν ξέρω σε ποιον από όλους θα χάριζα πρώτα μια αγκαλιά. Στην Βερενίκη; Είχε τα ίδια χρόνια με όλους μας και κουβαλούσε στους μικρούς της ώμους μια τεράστια ευθύνη – δεν είναι διόλου εύκολο να είσαι του αλλουνού τα μάτια . Στη Ματούλα; Που ενώ ήρθε σ ’ένα κόσμο γιομάτο από χρώματα ήταν αναγκασμένη να ζει μέσα σε σκιές;
Σε όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν ξέραμε πως ήταν ο κόσμος της και πως θα την βοηθούσαμε με τον τρόπο μας να μπει έστω για λίγο στον δικό μας;
Υ.Γ.2 Ματούλα σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας έμαθες!
Αφιερωμένο με όλη μου την αγάπη στους συμμαθητές μου.
Ιωάννα Πιτσιλλή
Πηγή: L.A VOICE Larnaka ’s Alternative Newspaper