Ωραίοι σαν Έλληνες!
Και είπεν ο βραβευμένος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διον. Σολωμόν και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.».
Κι έγραφε, το λοιπόν ο Σκιαθίτης: «Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν» (Βαρδιανος στα Σπόρκα, Παπαδιαμάντης 1893).
Κι εσύ; «Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και ουδέν πράττεις!» (Ολόγυρα στη λίμνη, 1892).
Όχι , κυρ Αλέξανδρε, σταμάτησα πια να αμπελοφιλοσοφώ, κλεισμένος στο καβούκι μου και να μην πράττω.
Ξύπνησα κυρ Αλέξανδρε, ραγιάς 200 χρόνια πάει πολύ.
Και δεν ξύπνησα μόνος μου, ξυπνήσαμε πολλοί μαζί, από το λήθαργο της εθνικής κατάθλιψης.
Δεν ξέρω αν είμαστε 140.000 , 400 , 500, ένα εκατομμύριο ή παραπάνω, αλλά είμαστε όλοι μαζί ενωμένοι ξανά.
Εγώ τους είδα.
Είδα τη μάνα μου και τον πατέρα μου και τα’ αδέρφια τους και τους φίλους τους, να παραδέχονται με γενναιότητα, ότι ναι, η γενιά του Πολυτεχνείου τους μας έκανε μεγάλο κακό, αλλά καιρός πια να το περιορίσουμε.
Είδα γιαγιάδες και παππούδες, συνταξιούχους που με το ζόρι στέκονταν στα πόδια τους .
Είδα νέους γονείς με τα παιδιά από το χέρι, ή καβάλα στο λαιμό.
Είδα ανάπηρους, είδα καρκινοπαθείς.
Είδα Κρητικούς με τη γραφική γενειάδα και το τσεμπέρι στο κεφάλι, είδα Βλάχους, είδα Κυπρίους, είδα νησιώτες, είδα Ηπειρώτες και φυσικά είδα Μακεδόνες.
Είδα φτωχοντυμένους, είδα περιθωριακούς, είδα ολυμπιακούς, παναθηναϊκούς, αεκτζήδες, παοκτζήδες, πανιώνιους, αρειανούς.
Είδα κοκκινοτρίχηδες τουρίστες που έγιναν ένα με μας.
Είδα μεροκαματιάρηδες αλλά και επιχειρηματίες, είδα επιστήμονες, και φοιτητές, είδα κι αυτούς ακόμα τους γιάπηδες τους χαρτογιακάδες, κι αυτούς ακόμα τους «ελαφρούς» που αναλώνονται κάθε Σάββατο στο βωμό του Lifestyle.
Είδα ιεράρχες, είδα παπάδες της ενορίας με το ποίμνιό τους, είδα ιερομόναχους και μοναχές, καρτερικά, ένα με το πλήθος.
Δεν είδα νεοδημοκράτες, συριζαίους, πασοκτζήδες, χρυσαυγίτες, αριστερούς ή δεξιούς.
Είδα όλους τους Έλληνες, είδα την Ελλάδα.
«….μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό…»
Και ύμνησεν ο εθνικός ποιητής την ελευθερία, όπως κανένας άλλος.
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη,
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»
Είδα τη γαλανόλευκη να κυματίζει ξανά και από κάτω πλήθη να ριγούν αναφωνώντας μέσα από τα σωθικά τους τον εθνικό ύμνο.
«Εκεί μέσα εκατοικούσες,
Πικραμένη, εντροπαλή,
Κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
Έλα πάλι, να σου πη».
Κι είδα επιτέλους τη ντροπή να δίνει τη θέση της στην περηφάνια, είδα μάτια δακρυσμένα από ελπίδα κι από ρίγη συγκίνησης.
«Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις».
Είδα ενθουσιασμό και ζήλο και δύναμη και θέληση. Για το μεγαλείο της ελευθερίας, της πατρίδας, της ιστορίας, της θρησκείας. Μεγαλεία που δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει… Δεν μπορεί κανείς..
«Με τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά».
Είδα οργή και θυμό, γι’ αυτά τα ξένα χέρια που μια ζωή μας κάνουνε κουμάντο. Είδα την ανοχή να τελειώνει και τις ψυχές να φωνάζουν «νισάφι».
«Μοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλή.
Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου με ορμή,
Που ακατάπαυστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή.
Ω τρακόσιοι σηκωθήτε
Και ξανάλθετε σ’ εμάς
Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας».
Είδα επιτέλους την ελληνική ψυχή να ανασταίνεται, την ελπίδα να ξαναγεννιέται, την αξιοπρέπεια να ασπροντύνεται, την περηφάνια να ξεχειλίζει, το ιδανικό της νίκης να μας κυριεύει.
Μοιάζουμε τριακόσιοι. Σας μοιάζουμε, ωραίοι σαν Έλληνες!
Ανθή Γεώργα