Θα την αντέξω του τρελού την ρετσινιά…!
Ελλάδα στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Μεταπολεμική Ελλάδα, και κάθε χωριό που σέβεται τον εαυτό του έχει σε περίοπτη θέση στο καφενείο τις αρχές του τόπου, τον Πρόεδρο, τον παπά, το δάσκαλο, τον ενωμοτάρχη.
Εικόνα από ελληνική ταινία, από μυθιστορήματα κλασικών Ελλήνων λογοτεχνών, από διηγήσεις γονέων. Και ανάμεσα στις πλατείες, στις αυλές, στα καφενεία, στις εκκλησιές, στους κάμπους να περιφέρεται και ο «τρελός του χωριού».
Είναι ο απροσδιορίστου ηλικίας τύπος, που κάνει παρέα με όλες τις ηλικίες. Όλοι τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα, ή ακόμη και με το παρατσούκλι του. Τα μικρά του μιλούν στον ενικό φυσικά, και σκληρά όπως όλα τα παιδιά, κάνουν μαζί του χαβαλέ , υπερβαίνοντας ενίοτε το όριο του χαριτωμένου. Αυτός δε θυμώνει. Είτε απλώς γελάει παθολογικά, παρατεταμένα, η άμυνα στην ιδιότυπη αγοραφοβία του, είτε μουρμουρίζει ακατάληπτα παράπονα και άλλες δικές του ιστορίες.
Οι νοικοκυρές, οι κυράδες τον φωνάζουν σπίτι να τον φιλέψουν από τα καλούδια που έχουν ετοιμάσει. Κι εκεί πάνω στο τρατάρισμα του αποσπούν, χρησιμοποιώντας εν αγνοία τους τη μαιευτική του Σωκράτους, μυστικά και κουτσομπολιά που μόνο αυτός ξέρει. Γιατί περιφερόμενος όλη μέρα όλο και προσλαμβάνουν πληροφορίες οι κεραίες του, που οι άλλοι νομίζουν ότι δε λειτουργούν κι έτσι λένε και κάνουν μπροστά του διάφορα, θαρρώντας πώς δεν τους καταλαβαίνει. Τον στέλνουν συχνά και για θελήματα, τάζοντας κανένα κέρασμα επιπλέον. Κερασμένα και τα καφεδάκια του στο παραδοσιακό καφενείο, όλο και κάποιος θα βρεθεί να του κάνει παρέα στη μοναξιά του.
Ο τρελός του χωριού είναι λίγο αλλοπρόσαλλα ντυμένος, και συνήθως είναι πολύ πιστός. Από μικρός μεγαλωμένος στην εκκλησία, γιατί τα χρόνια εκείνα μόνο την προσευχή στο Θεό λογαριάζανε για γιατρικό, τελεί ισοβίως χρέη ως παπαδάκι, κρατά το κερί αναμμένο κατά την ανάγνωση του ιερού ευαγγελίου, το θυμιατήρι, ενώ συνοδεύει απαραίτητα τον ιερέα στις εκτός ναού μεταβάσεις του.
Καμιά φορά ο τρελός είναι και καλλιτέχνης και ρομαντική ψυχή, και φυσικά καλόγουστος, ερωτευμένος πλατωνικά με την ομορφότερη και πιο αρχόντισσα του χωριού. Γιατί τον είπανε «τρελό» όμως; Ποιο κανόνα του λογικού καθωσπρεπισμού παραβίασε και του κολλήσανε ες αεί τη ρετσινιά; Ποιος τον έβαλε στο περιθώριο- αυτό που σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι πρωτευουσιάνοι αποκαλούμε μπούλινγκ;
Ο «τρελός του χωριού» είναι ένα παιδί όπως όλα. Ένα παιδί που παρέμεινε παιδί στην ψυχή. Παιδί με κάποιες εκ γενετής διαταραχές, κάποια μορφή αναπηρίας, είτε σωματικής, είτε ψυχικής, είτε διανοητικής. Μιας αναπηρίας που τα χρόνια εκείνα δεν πολυψάχνανε. Την αποδίδανε σε κακό μάτι, σε κατάρα, σε απαγορευμένη διασταύρωση γονιδίων, σε αυτοσχέδια προσπάθεια διακοπής ανεπιθύμητης κύησης. Κι όπως δεν την πολυψάχνανε, τη βαφτίσανε απλά «κουσούρι» , «σημάδι» και την αφήσανε να ριζώσει. Ντρέπονταν γι’ αυτά τα παιδιά, δεν πολυμιλούσαν, συνήθως κάνανε κι άλλα παιδιά, αρτιμελή και υγιή, που εφοδιάζανε με αγάπη, παροχές και χρήμα και τα επεδείκνυαν ως το καμάρι τους, που ήρθε να ξεπλύνει τη ντροπή και να αντισταθμίσει την κακοτυχία για το άλλο παιδί, το μιαρό.
Κι έτσι κάθε χωριό είχε και τον τρελό του, τον «αγαθό», τον «παθημένο». Και κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να του δώσει παραπάνω σημασία, κανείς ποτέ δε σκέφτηκε πως είναι όπως όλα τα παιδιά, όχι με ειδικές ανάγκες, αλλά με ειδικές ικανότητες. Αν κάτι έχει καταφέρει η γνώση, ο πολιτισμός, η ανωνυμία στη μεγαλούπολη, οι ορίζοντες που δίνει η μόρφωση είναι να μην κλείνει τα μάτια, να μην κουκουλώνει, να μην σκεπάζει.
Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να φτάσουμε σε μια κοινωνία και μια βιωτή, χωρίς διαχωριστικές γραμμές και ταμπέλες, χωρίς μίσος και διακρίσεις. Το παράδειγμα του «τρελού του χωριού» δόθηκε ελέω γλαφυρότητας στην περιγραφή, καθώς όλοι λίγο πολύ έχουμε μια τέτοια εικόνα στο μυαλό. Στη θέση του «τρελού του χωριού» είναι κάθε παιδί με ιδιαιτερότητα που γεννιέται και μεγαλώνει δίπλα μας, μαζί μας. Δεν είναι προβληματικό, είναι διαφορετικό, είναι παιδί, όπως και το δικό σου, δώσε του όλες τις ευκαιρίες κοινωνία, γιατί αυτές τις ευκαιρίες θα στις χαρίσει σε δώρα σαν μεγαλώσει.
Ανθή Γεωργά