Λάθος πόρτα χτύπησες. Η νοσταλγία δε μένει πια εδώ.
Ξημέρωσε κιόλας. Οι πρώτες δέσμες φωτός τρύπωσαν βάναυσα από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλών μου, τιμωρώντας με που δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι απόψε.
“… Τι κάνεις…;” Δύο μόνο λέξεις που έμειναν να αντηχούν μες το δωμάτιο. Μια αμήχανη ερώτηση. Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα που διέλυσε τη νύχτα μου και διέκοψε απότομα τόσο τον ύπνο, όσο και την ηρεμία που μέχρι χθες βράδυ ένιωθα τον τελευταίο καιρό.
Είχα καιρό να μάθω νέα σου. Να ακούσω τη φωνή σου. Πάνε πια μήνες που η άψυχη φιγούρα σου δε τριγυρνά στο σπίτι, και τα στοιχειά των αναμνήσεων έπαψαν να μου χτυπούν την πόρτα κάθε βράδυ.
Μια ερώτηση έκανες μόνο. Μια τυπική ερώτηση με αυτή τη γνώριμη τρεμάμενη φωνή, κι έπειτα ακολούθησε εκείνη η παρατεταμένη σιωπή που χρησιμοποιούσες κάθε φορά που περίμενες μια μου λέξη να σπάσει τον πάγο ανάμεσά μας. Το συνθηματικό εκείνο που θα σου έδινε τη δυνατότητα να απογυμνώσεις και πάλι τις πληγές που ξενύχτησα για να μπαντάρω, και να μπήξεις τα νύχια σου βαθιά μέσα τους.
Και τώρα; Τώρα τι; Τώρα που η καθημερινότητά μου πέταξε από πάνω της το μαύρο χρώμα ήρθες και πάλι εσύ να της το φορέσεις; Τώρα που η καλημέρα σου έγινε άνοστη και η καληνύχτα περιττή, θυμήθηκες να μου τις ξαναπροσφέρεις;
Που ήσουν τις νύχτες εκείνες που ασφυκτιούσα μακριά σου; Όταν χρειαζόμουν μια κουβέντα σου για να συνεχίσω να ανασαίνω; Που ήσουν τα ψυχρά εκείνα πρωινά με το γκρίζο μοτίβο και το άχαρο φόντο, τότε που άνοιγα τα παράθυρα και εισέπνεα καθαρή και ατόφια την απαισιοδοξία;
Όχι, όχι αυτή τη φορά. Έκανα τόσο κόπο για να κολλήσω ότι έσπασες, να ξαναπατήσω στα πόδια μου. Οι ουλές από τις χαρακιές σου είναι ακόμη εμφανείς.
Δεν ξέρω τι ζητάς. Δεν έχω ιδέα ποιος καημός οδηγεί τα βήματά σου και ποιον πόνο γυρεύεις να γλυκάνεις. Λάθος πόρτα χτύπησες όμως. Η νοσταλγία δε μένει πια εδώ.
Χατζηκυριάκου Παντελής