Ήξερα ένα λύκο
Έτσι, ξεσκόνιζα την κόκκινη σκούφια και την μπέρτα μου και περίμενα.
Εκείνος απτόητος συνέχιζε να «μασάει» κάθε κλαράκι που βρισκόταν στον δρόμο του.
Αφού ήξερε τον στόχο του, γιατί να βιαστεί;
Πόσο με συγκλονίζουν τα παραμύθια των παιδικών μου χρόνων!
Τότε, παιδί ακόμα, κράταγα μόνο την ουσία όσων άκουγα.
Έμενα εκεί, το παραμύθι είχε μια αρχή και ένα τέλος. Όμως πάντα είχε κάτι να διδάξει!
Το προφανές, τίποτα περισσότερο.
Στο μυαλό μου πάλευαν ο λύκος, η χιονάτη, ο κοντορεβιθούλης…
Παντού έβλεπα αθώες κοκκινοσκουφίτσες και μήλα να περιμένουν την λύτρωση.
Ήξερα όμως ένα λύκο!
Ήταν πολύ όμορφος, αλλά όχι με εκείνα τα αντικειμενικά κριτήρια.
Είχε εκείνο το «κάτι» που τον έκανε ακαταμάχητο.
Αργότερα έμαθα πως δεν αρκεί η φυσική ομορφιά, αλλά να ξέρεις να «πουλάς» τον εαυτό σου.
Μαζί με τον λύκο, έμαθα και τα κατορθώματα του. Αυτά που προέκυψαν από την ικανότητα του να πουλιέται και φρόντιζε τα πάντα να φτάνουν στα αυτιά μου.
Αυτό, τον έκανε περισσότερο ακαταμάχητο στα μάτια μου. Αυτό ήθελε. Μα ούτε και εκείνος το ‘χε καταλάβει.
Εγώ, συνάντησα πολλούς καλούς στο δάσος. Όλοι, την ψυχή μου ήθελαν να σώσουν. Μα δεν την έδωσα.
Ούτε καν στον κυνηγό που βρέθηκε στον δρόμο μου!
Εγώ λύκο ήθελα και ας το πλήρωνα μετά.
Έτσι, ξεσκόνιζα την κόκκινη σκούφια και την μπέρτα μου και περίμενα.
Εκείνος απτόητος συνέχιζε να «μασάει» κάθε κλαράκι που βρισκόταν στον δρόμο του. Αφού ήξερε τον στόχο του, γιατί να βιαστεί;
Περίμενα και η μέρα διαδεχόταν την νύχτα και πάλι από την αρχή.
Υπήρξαν φορές που αποκοιμήθηκα στην ρίζα ενός δέντρου περιμένοντας.
Άλλες πάλι, έβλεπα όνειρα τέτοια, που δεν μπορούσα να διακρίνω που σταματάει το ψέμα και που ξεκινάει η αλήθεια.
Λύκος ήταν!
Ήξερε να παίζει.
Θα άφηνε ανεκμετάλλευτα τα πρόβατα που βρέθηκαν στον δρόμο του μακριά από τον βοσκό;
Τι ωραία που είναι όλα στα παραμύθια!
Όλοι είναι ευχαριστημένοι στο τέλος!
Περνούσε ο καιρός, ο λύκος μεγάλωνε, βλέπεις ήταν κάτι που δεν είχε υπολογίσει.
Πως θα δεν θα ‘χει τον χρόνο πάντα σύμμαχο του. Έχασε λίγο από την αίγλη του.
Τα πόδια του ήταν πιο βαριά και δεν μπορούσε να τρέξει.
Πως θα κυνηγούσε πλέον μικρά και τρυφερά προβατάκια;
Το δάσος έχει κανόνες και όταν δεν μπορείς να τους ακολουθήσεις, πρέπει να αποτραβιέσαι.
Λύκος ήταν.
Σιγά μην δεν έβρισκε την λύση!
Η κοκκινοσκουφίτσα ήταν πλέον μονόδρομος. Μπορεί να την έβρισκε με σπασμένα νεύρα από την αναμονή αλλά, δεν βαριέσαι βρε αδελφέ!
Θα ‘βρισκε τρόπο να πλασαριστεί ως τρόπαιο και να την κάνει να πιστέψει πως άξιζε τον κόπο.
Ήξερα έναν λύκο.
Μπορεί να τον γέρασε ο χρόνος μα παρέμενε γοητευτικός. Είχε τρόπο να πλασάρεται ακόμα.
…Το κόκκινο είναι υπέροχο, φωτεινό χρώμα. Προσδίδει ένταση, πάθος, χαρά.
Όμως, άρχιζε να ξεθωριάζει πάνω μου, άσε που είχε λερωθεί από το χώμα στο δάσος, κάθε φορά που αναγκαζόμουν να κοιμάμαι σε αυτό περιμένοντας.
Και όσο εγώ περίμενα, περίμενε και η γιαγιά να παίξει τον ρόλο της!
Έφτασε η ώρα…
Ο λύκος πλησίασε το σημείο, αλλά η κοκκινοσκουφίτσα άφαντη!
Σαν τρελός άρχισε να σκάβει το σημείο που θα ‘πρεπε να είναι, να βρει ένα της σημάδι.
Άδικος κόπος!
Που να ‘ξερε πως εκείνη είχε δοκιμάσει άλλα χρώματα περιμένοντας…
Σαν τρελός, έτρεξε για το σπίτι, δεν ήξερε τι ήθελε να προλάβει.
Βρήκε την γιαγιά να τον περιμένει όπως στο παραμύθι.
Μα εκείνη, δεν φάνηκε ποτέ!
Ο κυνηγός που έσπασε την πόρτα θέλοντας να γράψει το τέλος, δεν βρήκε κάποιον να σκοτώσει.
Έντρομος, αντίκρισε τον λύκο να κλαίει στην αγκαλιά της γιαγιάς, αφού ήταν η μόνη που του είχε απομείνει.
Ήξερα ένα λύκο και μια κοκκινοσκουφίτσα ήξερα…
Τι κρίμα που το παραμύθι δεν είχε το τέλος των παιδικών μου χρόνων!!