“Tα λέμε Μπίλι”

Μπήκα τελευταία στην εκκλησία. Όταν άρχισαν να χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες. Ένιωθα ότι κάθε χτύπος τράνταζε όλο το σώμα μου. Είχαν περάσει σχεδόν τρία εικοσιτετράωρα από την ημέρα που το μάθαμε, κι όμως δεν είχα κλάψει.

«Κλάψε, άφησε τον εαυτό σου να ξεσπάσει», μου έλεγαν από την πρώτη στιγμή. «Δεν μπορώ», τους απαντούσα παγωμένη, ανέκφραστη. Η νεκρώσιμος ακολουθία άρχισε. Η αδερφή μου από τη μία πλευρά του φέρετρου και ο πατέρας μου από την άλλη. Εγώ στεκόμουν πιο πίσω, με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν με ενδιέφερε να καθίσω «εκεί που έπρεπε», «με την οικογένεια». Σε δευτερόλεπτα, άλλαξα γνώμη. Πλησίασα –πάντα με το κεφάλι σκυμμένο- και στάθηκα δίπλα στην αδερφή μου. Κάποια στιγμή, σήκωσα το βλέμμα μου. Ήταν η πρώτη στιγμή που κοίταξα το φέρετρο. Και τότε, ο «πάγος» μέσα μου έλιωσε. Δεν μπορούσα πια να ελέγξω τον εαυτό μου. Ίσα που κατάφερνα να πνίγω τους λυγμούς που έκαναν όλο το κορμί μου να τρέμει. Έσφιγγα τα μάτια μου δυνατά, λες κι έτσι θα σταματούσαν να τρέχουν δάκρυα. Τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει. Και σε αυτό το σκοτάδι, εμφανίζονταν εικόνες από όταν ήμασταν παιδιά. Σαν να φορούσα αυτά τα παιδικά κυάλια, που στο μπροστινό μέρος τους, έβαζες έναν χάρτινο δίσκο με φωτογραφίες. «Τσακ»! Κάθε φορά που πατούσες το κουμπί, άλλαζε η εικόνα… Να! Ο Μπίλι κι εγώ στο δωμάτιο μου. Καθόμαστε στο μπεζ χαλί με τους μπλε κύκλους και παίζουμε επιτραπέζιο. «Μην τσακώνεστε. Έχεις δίκιο, αλλά δεν πειράζει να κερδίσει. Να θυμάσαι πως μπορεί να είναι μεγαλύτερός σου, αλλά το μυαλό του θα είναι πάντα σαν μικρού παιδιού. Πρέπει να τον βοηθάμε όλοι…», ακούγεται η φωνή της μητέρας μου. Κι εδώ; Καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας και εκείνη τον διαβάζει λατινικά. «Τσακ»: Μόλις γύρισα από το σχολείο. Ο Μπίλι είχε έρθει σπίτι και με περίμενε για να φάμε μαζί μακαρόνια. Τα λάτρευε τα μακαρόνια! «Τσακ»: Ο τελευταίος μας καφές, στη μικρή καφετέρια κοντά στα προσφυγικά του Νέου Κόσμου… Πόσο χαρούμενοι ήμασταν κι οι δυο! Άνοιξα τα μάτια μου. Το φέρετρο πάντα εκεί. Και πάνω του, η φωτογραφία του Μπίλι, του ετεροθαλούς αδερφού μου. Ήταν μόλις 44 ετών. Ταλαιπωρήθηκε πολύ και πλέον ησύχασε. Δυστυχώς, οι συνθήκες των τελευταίων 20 χρόνων δεν του επέτρεψαν να πάρει όση αγάπη μπορούσα και ήθελα να του δώσω. Μέσα μου, όμως, ξέρω πως γνώριζε πόσο τον αγαπάω. Θα τα λέμε Μπίλι μου… Να (με) προσέχεις.

ΥΓ. Φέτος, δεν τον πήρα τηλέφωνο στα γενέθλιά του. Σκέφτηκα «δεν πειράζει, θα τον πάρω άλλη μέρα». Δεν πρόλαβα… Οπότε επιλέγω να ολοκληρώσω με το εξής κλισέ, αλλά πολύ σημαντικό μήνυμα: Μην αναβάλλετε το «σ’ αγαπώ», το «χρόνια πολλά», οτιδήποτε αισθάνεστε για κάποιον. Πείτε το. Κι ας το ξέρει ήδη. Γιατί, μπορεί μια μέρα να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι πλέον αργά…

Karolina Michel

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *