Είθε να αναστήσουμε εμείς τα ξεθωριασμένα σου χρώματα
Γη μου.
Σκοτείνιασες και πάλι. Μαζεύτηκαν τα σύννεφα. Μύρισε η βροχή.
Για ποια ιστορική συνάντηση με τη μοίρα σου χαράζεις;
Πατρίδα μου.
Χρόνια τώρα έρμαιο φθηνών ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να σηκώσουν τη βαριά σου ιστορία στις πλάτες τους και τη βεβήλωσαν. Την απαξίωσαν, τη διαπραγματεύθηκαν και τελικά την ξεπούλησαν μαζί με τις μαύρες τους ψυχές.
Σε άφησαν απροστάτευτη μπροστά στους χρόνιους εχθρούς σου και θυσίασαν τους αγώνες και το αίμα που χύθηκε για εσένα στο βωμό της παγκόσμιας απληστίας.
Γενέτειρά μου.
Θύμα της φιλοδοξίας άψυχων κουφαριών που ανταλλάζουν ανθρώπινες ζωές με τετραγωνικά μέτρα. Που θυσιάζουν τα νιάτα των κατώτερων υπάρξεων για τα μεγάλα συμφέροντα.
Πόσες πληγές να αντέξει το λαβωμένο σου κορμί; Πόσο ψέμα, πόση υποκρισία και πόση προδοσία να συγκρατήσεις στα γηρασμένα σου μάτια;
Χώρα μου.
Πού πήγαν οι αξίες που στόλιζαν το όνομα και την ιστορία σου; Πώς κατάντησες συνώνυμο της δολιότητας και της ευκολίας; Της φυγομαχίας και της διαπλοκής;
Γιατί άφησες τους “λίγους” να καπηλευτούν τις αρχές και τις ιδέες που όρισες και να τις αμαυρώσουν;
Ελλάδα μου.
Ποιο αθώο αίμα θα κληθεί να ξεπλύνει και πάλι τις επιλογές σου; Σε ποιους νεκρούς θα γονατίσεις και ποιους χρησμούς θα επαληθεύσεις;
Ποια ξένα πόδια θα πατήσουν τα ιερά χώματά σου και ποιοι Ρωμιοί θα τα προασπίσουν;
Ποιες ζωές θα αναπαυθούν στο θυσιαστήρι της ελευθερίας σου και ποια γερασμένα δάκρυα θα τους σταθούνε ναύλα;
Ζωή μου.
Είθε να είμαστε εμείς που θα αναστήσουμε τα ξεθωριασμένα σου χρώματα. Που θα επαληθεύσουμε την αθάνατη ιστορία σου.
Είθε να είμαστε εμείς που θα ποτίσουμε με το αίμα μας την άγονη γη σου. Που θα μετατρέψουμε την εξαίρεση και πάλι σε κανόνα.
Είθε να είμαστε εμείς που θα σταθούμε πλάι σου, ως και την ύστατη στιγμή.
Χατζηκυριάκου Παντελής