Γερνάω μαμά
Μέσα στον καθρέφτη μου δεν βλέπω εμένα πιά.
Εσένα βλέπω.
Τις νύχτες συνήθως κρυώνω μαμά.
Δεν σκεπάζομαι μήπως έρθεις και με βρεις, όπως όταν ήμουν μικρή και νιώσω τα χέρια σου να μου χαϊδεύουν το μέτωπο.
Φοβάμαι μαμά..
Όλοι ήρθανε στην ζωή μου για να πάρουνε.
Με κάνανε κομμάτια και με μοιραστήκανε.
Κανένας δεν ήρθε για να δώσει.
Το φυλάω γερά μήπως έρθει κάποιος να με αγκαλιάσει να του τα χαρίσω..
Να έχω και εγώ κάτι να του δώσω.
Γερνάω μαμά..
Ήθελα βλέπεις να τα δώσω όλα, να τα ζήσω όλα, να τα σκοτώσω όλα, να τα αναστήσω πάλι.
Πάντα ήμουνα εκείνη που τα έκανε μόνη της όλα.
Όμως αρνούμαι να με υπερασπιστώ, δεν θέλω να με αθωώσει κανείς.
Να με αγαπήσει θέλω.
Να με πονέσει.
Και όσο εγώ το λαχταρούσα αυτό, τόσο μου τρυπούσαν όλοι σαν αγκάθια το σωμα μου.
Δεν κατάλαβαν ποτέ τους μαμά.
Αυτό το παράπονο έχω.
Πόνεσα πολύ μαμά..
Πέρασαν χρόνια ολόκληρα έχοντας μέσα μου μια καταραμένη καρδιά που με ξεγελούσε.
Τυφλή ήταν απο την γέννηση της και με ανάγκαζε εγώ να την οδηγώ.
Είμαστε χρόνια σε έναν βουβό πόλεμο εμείς οι δύο.
Εγώ ζω ακόμα, γιατί αυτή η χαζούλα χτυπάει, πριν το μυαλό μου κάνει τους υπολογισμούς του.
Στην διαδρομή έπεσα κάτω πολλές φορές.
Μερικές από αυτές μαράθηκε το σώμα μου περιμένοντας, ενώ η ψυχή μου χόρευε πιο ‘κει ανάλαφρη.
Αλλού ξάπλωνε η σκιά μου να ξαποστάσει και αλλού χαϊδεύανε τις πληγές μου ξένα χέρια και τις φιλούσαν ξενα σώματα.
Γερνάω μαμά..
Ήσυχα και με την ακρίβεια ενός ρολογιού γίνομαι εσύ.
Σαν να έχασαν τα όμορφα τριαντάφυλλα στον κήπο σου το κόκκινο τους χρώμα.
Σαν να έγειραν λυπημένες οι τουλίπες σου στο χώμα.
– Γερνάω μαμά –