Το έγκλημα της εποχής μας: αδιαφορία!
«Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;»
Νίκος Καζαντζάκης
Πως είναι να σκοτεινιάζει ο ουρανός και να ψάχνεις για μια αχτίδα ήλιου;
Και να’ ναι άραγε αλήθεια πως κάνει το σουλάτσο του και αυτός μετά την καταιγίδα;
Έμαθα!
Μα μετά από πόνο, ο ήλιος με βρήκε με ένα φανάρι στα χέρια να ψάχνω ανθρώπους.
Δεν ήθελα να παρομοιάσω τον εαυτό μου με τον Διογένη, μα η μορφή του ήρθε μπροστά μου.
Εμένα που δεν φοβήθηκα ποτέ, εμένα που τα έχτιζα όλα από την αρχή, εμένα που συνήθισα στα ελάχιστα.
Μα αυτή την φορά τρόμαξα.
Τα δύσκολα ήρθαν πάλι, μα με βρήκαν αδύναμη και τρομαγμένη, φοβισμένη από τους ανθρώπους που τόσο αγαπάω!
Με λένε Άννα.
Η ζωή δεν στάθηκε αυτό που λέμε «γενναιόδωρη» απέναντι μου. Κάποιοι με είπαν αφελή. Γιατί από την περισσή εμπιστοσύνη μου σε αυτούς που με πλησίαζαν με έβρισκαν κατά καιρούς όλα τα δεινά του κόσμου.
Και εγώ εκεί να επιμένω.
Να εμπιστεύομαι, να δίνομαι, να αγαπάω, να ξεχνάω, να προσπαθώ, να ξεκινώ απ’ την αρχή. Αυτή η τόλμη μου με βοήθησε δε λέω, μα με έβαλε σε μεγαλύτερες περιπέτειες.
Απ’ αυτές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το ανθρώπινο είδος.
Κάθε φορά που νόμιζα πως έβρισκα τον δρόμο, κάπου τον έχανα.
Ώσπου ένα πρωί, ο δρόμος χάθηκε τελείως.
Και εγώ βρέθηκα σε αυτόν, την ώρα που άνοιγαν οι ουρανοί για να ξεπλύνουν τους ανθρώπους από τις ενοχές τους.
Δεν με πείραξε ο δρόμος, είχα μάθει να τον περπατώ και χωρίς παπούτσια. Με πείραξε η μοναξιά που ένιωσα όταν κατάλαβα πως οι άνθρωποι αδιαφορούν για το ανθρώπινο πόνο.
Πως τους θρέφουν τα παρακαλετά, πως ηδονίζονται στην θέα της απόγνωσης.
Με λένε Άννα και αυτή την ώρα που βρέχει αδιαφορία, εγώ περπατώ χωρίς σκοπό και προορισμό…
Το βήμα μου με έβγαλε σε ένα λιμάνι, «όμορφα που είναι εδώ σκέφτηκα!»
Φύσαγε λίγο, μα εμένα κάθε κυματισμός της θάλασσας μου έφερνε ελπίδα. Λίγο πιο κει , καράβια περίμεναν την αναχώρηση τους. Άνθρωποι στριμώχνονταν βιαστικοί στην αποβάθρα.
Πρόσωπα γελαστά, πρόσωπα θλιμμένα. Και εγώ παρατηρητής των άλλων χωρίς να ξέρω αν πρέπει να μπω σε ένα από αυτά τα καράβια και να αποβιβαστώ στο τελευταίο τους λιμάνι.
Με λένε Άννα και δεν έχω που να περάσω την νύχτα.
Και φοβάμαι.
Όχι για το κουφάρι μου, μα για τους ανθρώπους.
Έψαξα στις τσέπες του μπουφάν μου, τα μόνα χρήματα που μου απέμειναν για να αγοράσω μια ελπίδα, στέκονταν στα χέρια μου και περίμεναν την απόφαση μου.
Επιβιβάστηκα.
Ελπίδα έψαχνα, δεν με ένοιαξε καθόλου αν την έλεγαν «Σύρο – Τήνο – Μύκονο!»
Στην πόρτα του καραβιού μου χαμογέλασε ένα παιδάκι. Προχώρησα.
«Αποσκευές;» με ρώτησε ο καμαρότος.
Αποσκευές!
Άντε να του εξηγήσεις τώρα…
«Όχι δεν έχω, μόνο μην ξεχάσεις να με ειδοποιήσεις λίγο πριν το τελευταίο λιμάνι», του απάντησα.
«Εκεί με περιμένουν!»
Με λένε Άννα και σήμερα μόλις έμαθα πως το χειρότερο από τα ανθρώπινα εγκλήματα είναι η αδιαφορία!
«Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω, έμαθα να βρίσκω.
Κι από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε, έμαθα να σαλπάρω με όλους τους ανέμους.»
Φρήντριχ Νίτσε
Μαρία Βουζουνεράκη