Σε αγαπάω μάνα…
Κάποτε λοιπόν σε εκείνα τα χρόνια τα παλιά γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Το ονόμασαν Ανθούλα και ποιος να της το έλεγε πως η δική της η μαμά δεν την ήθελε. Όταν το κοριτσάκι αυτό μεγάλωσε λίγο και έφτασε στα 12 η μαμά της για να την ξεφορτωθεί την πάντρεψε με ένα παλικάρακι φαντάρο τότε και ηρέμησε από τις ευθύνες της.
Η Ανθούλα λοιπόν στα 13 χρόνια της είχε το πρώτο παιδί και ένα χρόνο μετά άλλο ένα. Σχολείο εννοείται πως δεν πήγε και σαφώς έπρεπε να αναγκαστεί να μάθει τι σημαίνει γάμος και παιδιά. Δεν είχε κανέναν να της δείξει, κανέναν να τη συμβουλέψει και πάνω από όλα δεν είχε καταλάβει τι θα επακόλουθησει. Παιδιά ακολούθησαν. Παιδιά που όμως ο άντρας της φρόντιζε να την στέλνει να τα πετάει γιατί βλέπετε η ανωριμότητα ήταν το κύριο χαρακτηριστικο του.
Τα χρόνια πέρναγαν και η Ανθούλα ήξερε μια διαδρομή κουζίνα-κρεββάτοκαμαρα. Δεν το ‘χε με το νοικοκυριό ακριβώς, και δεν ήθελε να το μάθει κιόλας. Ο άντρας της λίγο μπερμπαντάκος άρχισε τα ξενύχτια και ενώ κατείχε μια καλή δουλειά για την εποχή εκείνη τα χρήματα που έφερνε στο σπίτι ήταν ότι περίσσευε από τις εξόδους του. Η Ανθούλα φρόντιζε όμως με τα λεφτά αυτά να υπάρχει πάντα κρέας για τον άντρα του σπιτιού και εκείνη και τα παιδιά δεν βαριέσαι και οι φακές καλές είναι. Κάπως έτσι λοιπόν πέρασαν και αλλά χρόνια και η Ανθούλα εκεί. Να βλέπει, γιατί τα έβλεπε μη νομίζετε, αλλά καθόταν στωικά να μη χάσουν τα παιδιά τον πατέρα τους. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται μέχρι και τώρα.
Τα κορίτσια μεγάλωσαν έπιασαν δουλειά και έτσι ο μπαμπάς τους άνετος πια σηκώθηκε μια μέρα να πάει στη δουλειά και δεν ξαναγύρισε ποτέ, αφού όμως πρώτα φύτρωσε και τον τελευταίο σπόρο στην μήτρα της άμοιρης. Κάποιο βρακί ήταν πολύ στενό που είχε μπει και δεν μπόρεσε να βγει προφανώς. Ράκος η Ανθούλα.Δεν ήξερε κάτι άλλο να κάνει, μόνο ο Μιχάλης της υπήρχε. Γκρεμίστηκαν όλα.
Τα κορίτσια ήρθαν λοιπόν και έγιναν το στήριγμα του σπιτιού και οι γονείς για το τελευταίο παιδί. Η Ανθούλα θρηνούσε και έκλαιγε. Δεν ήξερε να κάνει κάτι άλλο. Και πέρασαν κι αλλά χρόνια και τα κορίτσια απηύδησαν και φρόντισαν νωρίς-νωρίς να παντρευτούν .Βλέπεις το να συντηρείς κάποιον που αρνείται να στηρίχθει στα πόδια του, το λες και κοροϊδία. Έμεινε η δόλια πάλι μόνη, γιατί μόνη ήταν χωρίς τον Μιχάλη, τα παιδιά δεν υπήρξαν ουσιαστικά ποτέ για αυτήν. Και μαζί της ο τελευταίος σπόρος. Που μεγάλωσε και ανέλαβε ότι έκαναν οι αδελφές της τόσα χρόνια. Με μια διαφορά όμως, άλλες οι εποχές της και άλλες οι συνθήκες.
Ξεκαθάρισε λοιπόν στη μαμά της πως πρέπει να βρει μια δουλειά γιατί ναι μεν όποτε χρειαστεί θα είναι δίπλα της αλλά θέλει και επιβάλλεται να ζήσει τη ζωή της. Η Ανθούλα στεναχωρήθηκε το καταλάβατε φαντάζομαι. Ίσως και να νόμιζε αλλά, ποιος ξέρει.
Τα χρόνια που ακολούθησαν εύκολα δεν ήταν για εκείνη, της έτυχαν περιπτώσεις να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Και εκείνη ειρωνικά έλεγε “σιγά μη ξαναμπλέκω με δουλειές και καθάρισματα”.
Ο σπόρος όμως όλα αυτά τα έβλεπε και οραματίζονταν το μετά. Αυτό το μετά που ήρθε και το βιώνει τώρα. Μια γυναίκα που ήξερε να αγαπάει μόνο έναν άνθρωπο, να μη έχει ενδιαφερθεί ουσιαστικά ποτέ για τα παιδιά της μεγάλωσε, έγινε επιρρεπείς σε αρρώστιες και χρειάζεται φροντίδα. Ο σπόρος αυτός λοιπόν στέκεται εκεί, κάθε φορά, κάθε μέρα. Σε κάθε ανάγκη. Στη μάνα της. Και κάθε μέρα και με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να της μάθει έστω και τώρα την έννοια της αγάπης. Να τη συγχωρεί κάθε στιγμή για τα τραγικά λάθη που έκανε στα ίδια της τα παιδιά. Και πάνω από όλα κάθε μέρα να της λέει. Σε αγαπάω μάνα..
Ιωάννα Νικολαντωνάκη