Όλα έχουν ένα τέλος

Κατέβηκα να πάρω κάτι.

Ακούω φωνές καθώς κατεβαίνω, αλλά δεν δίνω σημασία.

Βγαίνω έξω και βλέπω ένα φορτηγό μεταφοράς και τρεις άντρες, εκ των οποίων οι δύο τσακώνονται.

Δεν μου πέφτει λόγος, αλλά κάτι με τράβηξε να μιλήσω.

-Καλησπέρα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα, τους λέω.

Ο μεταφορέας, δεν απαντάει.

-Ναι υπάρχει και αν δεν λυθεί, δεν φεύγει κανείς, μου απαντάει ο ένας από τους δύο.

Πολλά νεύρα και δεν του φαινόταν.

-Μπορώ να μάθω γιατί; Δεν με αφορά, αλλά μήπως μπορώ να βοηθήσω.

-Μου έσπασε τα πιάτα στην μεταφορά.

Το βλέμμα μου, με απορία.

-Φωνάζεις τόση ώρα και έχεις ξεσηκώσει την γειτονιά, για τα πιάτα;

-Αυτό του λέω και εγώ, συμβαίνουν και αυτά στην δουλειά μας, μου λέει ο μεταφορέας.

-Έχει δίκιο του λέω, τώρα ότι θες εσύ κάνεις, μόνο σε παρακαλώ ηρέμησε και μην φωνάζεις, ούτως ή άλλως τα πιάτα δεν θα ξανά κολλήσουν.

Τον βλέπω με κοιτάει, το βλέμμα του ηρέμησε. Κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν μίλησε.

-Αν χρειαστείτε κάτι, πάνω είμαι. Ευτυχώς έμενα σε μονοκατοικία, με ξεχωριστά διαμερίσματα, το πάνω με το κάτω, οπότε θα ήταν ο μόνος γείτονας που θα είχα, αλλά…

Την σκέψη μου σταμάτησε ο φίλος του.

-Σε ευχαριστούμε, μια ώρα προσπαθώ να τον ηρεμήσω και εσύ σε λίγα λεπτά το κατάφερες.

-Η δική σου προσπάθεια είχε αποτέλεσμα, εγώ δεν έκανα τίποτα, αλλά αν συνεχίσει έτσι δεν τον βλέπω καλά…

Κάπως έτσι γνωριστήκαμε για πρώτη φορά.

Εγώ σε ηρέμησα και εσύ μου έβγαλες κάτι οικείο.

Από εκείνη την μέρα, όλα άλλαξαν για εμάς.

Ένας έρωτας, υπέροχος, όλα τα είχε.

Τώρα πάλι εδώ, έξω από το σπίτι και το φορτηγό μεταφοράς με τον οδηγό να περιμένει.

Το ύφος σου σκυθρωπό, τα μάτια σου περιγράφουν την θλίψη σου.

Πάλι τα πιάτα έσπασαν, ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη σου, ξέρω τι σου θύμισε.

Δεν έχεις την διάθεση ούτε να φωνάξεις, ούτε να τσακωθείς.

Με ό,τι δύναμη σου απομένει, ίσα που μιλάς.

Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, πια.

Νιώθω τον πόνο σου.

Θέλω να σου μιλήσω για τελευταία φορά, αλλά μάταια, δεν θα με ακούσεις, δεν μπορείς.

Μπαίνεις στο φορτηγό.

Λίγο αργότερα, λες στον οδηγό να σταματήσει.

Σε ακολουθώ να δω που θα πας, αν και ξέρω.

Σε κοιτάω, πρέπει να με αποχαιρετήσεις, πρέπει να προχωρήσεις.

Δάκρυα στάζουν από τα μάτια σου, σαν μικρό παιδί κλαις, στα γόνατα έχεις πέσει.

Ράγισα, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

Κλαις και φωνάζεις πόσο πολύ με αγαπάς.

Πάνω από τον τάφο μου εξομολογείσαι τα συναισθήματα σου, όλα αυτά που τον τελευταίο καιρό είχες ξεχάσει να μου πεις, όλα αυτά που και οι δύο θεωρήσαμε δεδομένα.

Και εγώ σε αγαπάω, σου απαντάω.

Το χέρι μου στο μάγουλο σου, ακουμπάω να σκουπίσω τα δάκρυα σου.

Είναι σαν να με βλέπεις και μου χαμογελάς, τα μάτια σου έλαμψαν για λίγο.

Ότι πιο όμορφο έχω δει, είναι τα μάτια σου.

Δεν έδωσες σημασία, παραισθήσεις νόμιζες πως είχες.

Καταλαβαίνω.

Ποιος είπε πως οι μεγάλοι έρωτες έχουν αίσιο τέλος;

Το δικό μας δεν είχε.

Αν εκείνη την μέρα δεν έφευγες έτσι, αν εγώ αντιδρούσα αλλιώς… Αν…

Και τι δεν θα έδινα για μια στιγμή μαζί σου, από αυτές που θεωρήσαμε τόσο δεδομένες, τώρα πια δεν έχω τίποτα να δώσω, ξέρω πως και εσύ το ίδιο νιώθεις, αλλά πρέπει να με ξεχάσεις και να προχωρήσεις.

Θα είμαι πάντα δίπλα σου να σε προσέχω, αγάπη μου.

Ο φύλακας άγγελος σου.

Catia Marjary

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *