Μαμά, μπαμπά, απ’ όλα τα «σ’ αγαπώ» που ξοδεύω, το μόνο που χρωστάω είναι σε σας!
Πόσοι τόνοι μελάνι έχουν χυθεί για έρωτες, για αγάπες αιώνιες, για αγάπες ανόητες, για πάθη αρρωστημένα, για έρωτες βιαστικούς και έντονους, κεραυνοβόλους, αδυσώπητους, αιμοβόρους;
Πόσες ώρες έχουμε καταναλώσει οι φίλες μεταξύ μας να αναλύουμε τα «ερωτικά» μας;
Κι όμως για να’ μαι εδώ καλά, υγιής, μεγαλωμένη, να ζω και να συζητώ για έρωτες, κάποιος άλλος έρωτας ευθύνεται που μ’ έφερε στη ζωή.
Για αυτό τον έρωτα, τον αγνό και τον υγιή γιατί δε γράφω ποτέ;
Γιατί μεγάλωσα με δεδομένη και αυτονόητη την αγάπη σας, κι έγινα αυτό που είμαι και που καμαρώνετε από πάντα.
Και κάνω μια σκληρή δουλειά σε μια ακόμη πιο σκληρή κοινωνία.
Που στην καλύτερη οι γονείς βάζουν μπροστά τον εγωισμό και πίσω το καλό του σπλάχνου από τα σπλάχνα τους και σέρνονται στα δικαστήρια και σφάζονται για 200 ευρώ το μήνα .
Κι είναι και κάτι ανθρωπόμορφα που αξιώθηκαν να φέρουν στον κόσμο παιδιά, κι ανοίγεις τους δέκτες της τηλεόρασης και ακούς πως άλλοι τα βιάζουν, άλλοι τα πετάνε, άλλοι τα κακοποιούν.
Κι έρχομαι τώρα στα 35 plus , που γυρίζω και συναναστρέφομαι και βλέπω παντού δυστυχία και συμπλεγματισμό και τοξικότητα απότοκο της έλλειψης της αγάπης.
Και βλέπω ανθρώπους που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν γιατί δεν αγαπήθηκαν.
Κι αισθάνομαι πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο τυχερή, ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου.
Ναι, εγώ που πάντα λέω πως ό,τι έχω, το έχω αποκτήσει με κόπο και τίποτα δε μου χαρίστηκε, λέω ψέματα.
Γιατί μου χαριστήκατε εσείς, κι ο Θεός μ’ ευλόγησε να γεννηθώ από σας και να σας έχω όλα τα χρόνια της ζωής μου δίπλα μου.
Όταν έπαιζα και γελούσα χαρούμενη με τις φίλους μου.
Όταν χτυπούσα στο παιχνίδι.
Όταν πήγαινα διακοπές στο νησί και περίμενα το τηλεφώνημά σας στο σπίτι της γιαγιάς.
Όλα τα χρόνια στο σχολείο, που με πηγαίνατε και με φέρνατε στα φροντιστήρια και στις δραστηριότητες προσαρμόζοντας τη ζωή σας στη δική μου.
Τα πρόσωπά σας στα κάγκελα σαν με περιμένατε να βγω.
Τα πράγματα που ποτέ δε μου έλειψαν, τα ρούχα μου, τα παιχνίδια μου, τα βιβλία μου, τα ταξίδια μου, το αμάξι μου, το σπίτι μου.
Κι ύστερα ξεκίνησα δουλειά, που με αφήσατε να επιλέξω ελεύθερα∙ και πάλι εσείς, άσχετοι με το αντικείμενο, είστε οι μόνοι δύο που με βοηθήσατε.
Η δουλειά, το άγχος και τα νεύρα που ξεσπάω σε σας, γιατί στους άλλους βλέπεις κολλάω.
Η δουλειά και οι συναναστροφές , και οι υποχρεώσεις και οι προθεσμίες και οι φόροι και η μιζέρια που μας υποχρέωσαν να μιλάμε συναλλακτικά και να μην έχουμε πια χρόνο ποιοτικό.
Μια ζωή, που μ’ έφερε σε μια ηλικία που εγώ τώρα είναι να φέρω νέα ζωή στον κόσμο, κι όμως είμαι για σας ακόμη το παιδί.
Το παιδί που ενδιαφέρεστε μην κουραστώ, κι αν έφαγα, που θίγεστε αν κάποιος με προσβάλλει και θέλετε να με προστατεύσετε.
Το παιδί που καταλαβαίνετε από τη χροιά της φωνής στην άλλη άκρη της γραμμής αν είμαι ή όταν δεν είμαι καλά, και γίνεστε εσείς μικροί και ζητάτε σ’ εμένα- αν είναι δυνατόν- συγγνώμη μήπως τυχόν άθελά σας με κουράσατε.
Το παιδί που μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα δύο μέτρα και δε χωράει πια στην αγκαλιά σας, αλλά που μόνο σ’ αυτή θέλει να κουλουριαστεί σαν έμβρυο κάθε φορά που κάποιος το κλωτσάει.
Αν είχα ένα ευρώ στον κόσμο για κάθε άνθρωπο που με αγαπάει αστείρευτα, άδολα, απροϋπόθετα και θα δινε και τη ζωή του για μένα, θα είχα δύο ευρώ, ένα για σένα μαμά κι ένα για σένα μπαμπά.
Κι είμαι τόσο πλούσια με αυτά τα δύο Ευρώ μου.
Και ήρθε η ώρα επιτέλους δημόσια μ’ αυτό το παραλήρημα να πω ευχαριστώ .
Για όλα όσα είμαι, για όλα όσα έχω, για όσα ζω.
Να πω ευχαριστώ και σ’ αγαπώ.
Ατελείωτα και απροϋπόθετα κι εγώ.
Κι ένα μόνο να προσεύχομαι στο θεό πια για μένα, να μ’ αξιώσει να γίνω ένας γονιός όπως εσείς!
Ανθή Γεώργα