Ο αέρας, μου έφερε κι απόψε τ’ αρωμά σου
Ο αέρας, μου έφερε απόψε το άρωμά σου και το δείλι, πλημμύρισε με τις ξεχασμένες σου νότες. Καιρό είχες να σουλατσάρεις στο μυαλό μου, μα απόψε, τρύπωσες και ξύπνησαν οι αισθήσεις μου.
Καμία ανάγκη μου για σένα δε σταμάτησε ποτέ. Μονάχα έμεναν εκεί σιωπηλές, να παριστάνουν πως κοιμούνται. Η θύμησή σου έδωσε ξανά χτύπο στην καρδιά μου, μια καρδιά σκουριασμένη, που λειτουργεί μόνο τις στιγμές που σε σκέφτεται.
Η ψυχή μου κλαίει με κλάμα γοερό, σπαρακτικό, για εκείνο το αντίο που βγήκε απ τα άδικα χείλη σου, εκείνη τη νύχτα. “Σε θέλω…” Μου ψιθύρισες φεύγοντας. Κι έμεινα να σε κοιτάζω, μη μπορώντας ο νους μου να συλλάβει τον παραλογισμό σου τούτο. “Σε θέλω” είπες, και τα μάτια μου έπαψαν να συγκρατούν άλλο τα δάκρυα που ήδη έπνιγαν και την ψυχή μου.
Τα άφησα ελεύθερα, να τρέξουν ξοπίσω σου σα χείμαρρος καθώς χανόσουν στο σκοτάδι, μήπως και ξεπλύνουν τα λασπωμένα χνάρια που άφησες στη ζωή μου και σε ξεχάσω. Μήπως και φύγει το σημάδι σου, που σαν χαζή βάφτισα έρωτα. Όμως σιγή… Μόνο άκουσμα να σπάει τη σιωπή, το τρένο που έκανε το πρώτο του νυσταγμένο δρομολόγιο.
Είχε πάρει να χαράζει. Κι εγώ εκεί, αγνοώντας το χρόνο και τον κίνδυνο, χαμένη, ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, κρυμμένη καλά στο παντού και το πουθενά μου. Στον ασφαλή διφορούμενο κόσμο μου! Εκεί που μόλις είχε γίνει σεισμός και κρυβόμουν ανάμεσα στα συντρίμμια για να νιώσω ασφάλεια. Σ’ έναν κόσμο, όπου η μόνη παρηγοριά ήταν η μυρωδιά σου.
Απόψε, η νύχτα μου ‘φερε το άρωμά σου…
Μαρία Χαρίτου