Ο τρελός
Ο Στράτος κάθε Κυριακή φορούσε το γαλάζιο του πουκάμισο στραβοκουμπωμένο, το καλό του ψάθινο καπέλο, έβαζε και ένα κλεμμένο γαρύφαλλο στο αυτί από από τον κήπο της Κυρά Σοφίας και κατηφόριζε για τον καφενέ.Εκεί οι συγχωριανοί του τον περιγελούσαν και τον πείραζαν.
” Βρε Στράτο, κούμπωσε μωρέ το πουκάμισό σου που είσαι σαν λέτσος και βγάλε πια το κόκκινο γαρύφαλλο από το αυτί που είσαι σαν ανθοδοχείο! ”
Και δωσ΄του τα γέλια και τα πειράγματα.Τότε αυτός νευρίαζε και τους έβριζε:
“Αί στο γέρο διάολο! Να χαθείτε και να χάνεστε χαμένοι!”
Και κλωτσούσε τις καρέκλες και τα τραπέζια του καφενέ μέχρι που ο Κυρ Μίμης ο καφετζής τον πετούσε έξω κακήν κακώς. Άλλες φορές πήγαινε χωρίς το λουλούδι στο αυτί, με το κεφάλι σκυμμένο και το βλέμμα χαμένο. Τότε πάλι τον πείραζαν και τον περιγελούσαν.
” Έλα μωρέ Στράτο, τι έχεις; Πέσανε τα καράβια σου έξω; Τι έπαθες μωρέ τρελέ και είσαι σαν τη μεγάλη Παρασκευή;”
Τότε αυτός έβαζε τα κλάμματα, έβγαζε μία δυνατή απόκοσμη κραυγή και έφευγε τρέχοντας προς το παλιό μονοπάτι.
Σταυροκοπιόντουσαν τότε οι χωριανοί αποδοκιμαστικά.
Τις καθημερινές γυρνούσε στο χωριό με τρύπια, κουρελιασμένα ρούχα παραμιλώντας στους δρόμους και έτρωγε ό,τι του έφερναν δύο-τρεις καλόψυχες κυράδες στο καλύβι του.
Κάποτε ο παπάς αποφάσισε ότι δεν πάει άλλο αυτή η ιστορία. Έπρεπε να τον βοηθήσουνε τον άνθρωπο. Είχε πρόβλημα, χρειαζόταν γιατρό και φάρμακα για να συνέλθει από την τρέλα του.
Οι πιο καλόψυχοι βοήθησαν και μεριμνήσανε να τον πάνε σε ένα ψυχιατρείο στην πρωτεύουσα. Εκεί του δώσανε μία ντουζίνα φάρμακα, για το καλό του λέει.Να τα παίρνει πρωί, μεσημέρι, βράδυ ό,τι και να γίνει και θα είναι εντάξει λέει. Θα ηρεμήσουν τα νεύρα του, θα φαίρεται σαν άνθρωπος.
Και γύρισαν πίσω στο χωριό.
Οι πιο περίεργοι ψιθυρίζανε πίσω από την πλάτη του και αναρωτιόντουσαν τι να έγινε τελικά.Οι πιο κακεντρεχείς είπανε ότι αυτός δεν έχει σωτηρία ακόμα και ολόκληρες φαρμακοβιομηχανίες να καταπιεί. Οι καλόψυχοι τον βοηθούσαν με το να συνεχίζουν να του δίνουν ένα πιάτο φαγητό και να του υπενθυμίζουν τα φάρμακα.
Και διορθώθηκε ο Στράτος.
Έπαψε να κουμπώνει στραβά το γαλάζιο του πουκάμισο. Έπαψε να κλέβει κόκκινα γαρύφαλλα από τον κήπο της Κυρά Σοφίας. Έπαψε να φωνάζει, να κλωτσάει και να βρίζει. Έγινε “άνθρωπος” όπως του λέγανε όλοι να γίνει, για το καλό του, φυσικά.
Μια από τις Κυριακές που είχε πάει στον καφενέ και αφού ήπιε όμορφα και ήσυχα τον καφέ του, γύρισε στο καλύβι του και φώναξε: “Γύρισα κορίτσι μου! Τι καλό έφτιαξες σήμερα;”
Ταυτόχρονα πήγε στην παλιά, ξύλινη ντουλάπα, εκείνη που έκανε έναν ανατριχιαστικό θόρυβο κάθε που την άνοιγε,πήρε από την κρεμάστρα ένα πουά, μακρύ φόρεμα στο χρώμα του ουρανού, πήρε και από την παπουτσοθήκη ένα μαύρο ζευγάρι γόβες και πήγε προς το τραπέζι.
“Κορίτσι μου σήμερα θα βάλεις τα καλά σου. Σαν σήμερα ήταν, θυμάσαι; Σαν σήμερα σε πήγα στην εκκλησιά και σε έκανα δική μου ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Αυτό σηκώνει επισημότητα.”
Ακούμπησε το φόρεμα στην καρέκλα και αν το έβλεπε κάποιος έτσι που το είχε τοποθετημένο στ΄αλήθεια θα πίστευε ότι εκεί καθόταν μια γυναίκα. Μια γυναίκα αόρατη. Τοποθέτησε και τις γόβες κάτω από την καρέκλα και ευλαβικά έφτιαξε καφέ.
” Γλυκό όπως τον πίνεις εσύ και μέτριο για μένα αγάπη μου”.
Σέρβιρε τους καφέδες και κάθησε χαμογελαστός στο τραπέζι.
” Ο καφές μαζί σου, καλή μου, έχει άλλη χάρη ενώ με εκείνους είναι πικρός. Πολύ πικρός, Ελένη μου.Κάθε που πίνω μια γουλιά εκεί μέσα πικραίνεται η καρδιά μου. Μα τι να κάνω; Να ζω και τελείως μόνος; Δε μπορώ. Με κοροϊδεύουν, Ελένη μου, με περιγελούν, με λένε τρελό. Μπορεί και να είμαι. Τώρα τελευταία, βέβαια που νομίζουν ότι παίρνω αυτά τα μαραφέτια ηρέμησαν.Λένε ότι πάω καλύτερα, ότι έγινα άνθρωπος λένε και ότι είναι για το καλό μου. Δεν ξέρουν βέβαια ότι εγώ κοίτα…να! Τα πετάω!” είπε ο Στράτος και με μιας έριξε καμιά δεκαριά χαπάκια στα σκουπίδια.
” Και νομίζουν οι χαζοί ότι γίνομαι καλά σιγά-σιγά. Ότι γιατρεύομαι. Μα τον πόνο που έχω στην ψυχούλα μου, Ελένη μου, κανένα φάρμακο δεν μπορεί να τον γιατρέψει.Κανένας γιατρός, κανένα ματζούνι.Καλά που έχω και σένα κορίτσι μου.”
Πέρασε όλη τη μέρα μιλώντας και γελώντας στο πουά φόρεμα.
Όταν πια σουρούπωσε και όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους πήρε το φόρεμε και έτρεξε προς το παλιό μονοπάτι. Κουλουριάστηκε κάτω από εκείνη την βελανιδιά που πρωτοδώσανε αιώνιους όρκους αγάπης με την Ελένη.
Άρχισε να κλαίει σαν μωρό.Τα αναφιλητά τον έπνιγαν και φώναζε σαν πληγωμένο ζώο.
Πήρε αγκαλιά το πουά φόρεμα στο χρώμα του ουρανού και αποκοιμήθηκε με αυτό. Τώρα χόρευε ευτυχισμένος μαζί με το κορίτσι του κάπου ανάμεσα στα σύννεφα και κάτι μικροί αγγέλοι τους προσφέρανε κόκκινα γαρύφαλλα.
Εύα Κοτσίκου