“Χριστούγεννα σε μια βαλίτσα”
Post Views: 4
Άλλος ένας χρόνος πέρασε.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα.
Όλοι νιώθουν διαφορετικά.
Ζεστασιά, γαλήνη κι αγάπη διάχυτη παντού. Σαν να ανάβουν τα φώτα της ψυχής ξαφνικά.
Όλα τα σπίτια στολισμένα και το μόνο που θέλεις είναι να ρουφήξεις όλη αυτή την ομορφιά, πριν γδυθούν πάλι και επιστρέψουν στους κανονικούς τους ρυθμούς.
Ο χρόνος σταμάτησε για μένα λίγα χρόνια πίσω.
Το μόνο που μου θυμίζουν οι γιορτές αυτές, είναι όλα όσα θέλω να ξεχάσω. Αδυνατώ!
Κάθε τέτοιες μέρες παλεύω να ξεπαγώσω την καρδιά μου, όμως αδυνατώ.
Και φορώ μια μάσκα γιορτινή, για να μην πληγώνω τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Να περάσουν οι μέρες μόνο θέλω.
Να επιστρέψουν όλοι και όλα σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
Οι αποφάσεις είχαν παρθεί και τις ακολουθούσα απλά ανήμπορη να σου αλλάξω γνώμη.
Πρότεινες να φύγω. Να κάνουμε Χριστούγεννα μακριά κι ας ήξερες πως ήταν τα τελευταία μας μαζί. Κι ας έβλεπες πως προσπαθούσα να κερδίσω έστω ένα λεπτό παραπάνω κοντά σου πριν το οριστικό τέλος.
Δεν δεχόμουν. Δεν δέχτηκες την άρνησή μου κι εσύ…
Έπρεπε να περάσουμε καλά.
Να παραμείνουμε ήρεμοι.
Κι εγώ, να παρουσιάσω την εικόνα της καινούργιας μας ζωής, δελεαστική.
Αυτής που θα ξεκινούσε λίγους μήνες αργότερα.
Όλα σχεδιασμένα με κάθε λεπτομέρεια. Με μία διαφορά.
Δεν μπορούσες να με νιώσεις πια.
Κοντά μου, μόνο ένας άνθρωπος κι ας ήταν χιλιόμετρα μακριά.
Ο φύλακας – άγγελος της ίδιας μου της ζωής.
Μόνο εκείνη γνώριζε. Τα πάντα.
Δεν μου άφησε το χέρι ποτέ.
Πρέπει να την ευγνωμονείς γι’ αυτό.
Με έπεισε. Θα τα είχε όλα κανονισμένα.
Κι όταν σου ανακοίνωσα τελικά πως θα γίνει και αυτό το θέλημά σου ανακουφίστηκες.
Λειτουργούσα πια μηχανικά.
Πάγωσαν όλα μέσα μου τα Χριστούγεννα εκείνα.
Τα πολύχρωμα λαμπιόνια κάηκαν, αχρηστεύτηκαν.
Κι όλα μου τα Χριστούγεννα από τότε, είναι γεμάτα βαλίτσες.
Βαλίτσες που δεν γεμίζω εγώ.
Βαλίτσες που δεν έχουν προορισμό γιορτινό, ούτε και επιλεγμένο από μένα. Αυτός ήταν κλεισμένος από σένα.
Παραμονή Χριστουγέννων.
Ξεκίνησε η πρόβα της ζωής που μας διάλεξες.
Ταξιδεύαμε αμίλητοι σχεδόν, μουδιασμένοι. Φτάσαμε.
Λίγα μόνο λεπτά χρόνο μας έδωσες, πριν εξαφανιστείς.
Έτρεξα πίσω σου. Έσπασα.
Πρόλαβα να σου κλέψω μια αγκαλιά, παγωμένη κι αυτή, όπως κι εσύ.
Γύρισες την πλάτη κι έφυγες.
Έμεινα να γυρίζω για λίγο στους δρόμους, σκούπισα τα μάτια μου και επέστρεψα εκεί που με άφησες,
να ξεκινήσω την παράσταση μου.
Κανείς δεν γνώριζε τίποτα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, η αποκάλυψη της αλήθειας, θα ήταν το δώρο μου στους δικούς μου ανθρώπους. Πνιγόμουν ήδη.
Άδειαζα τις βαλίτσες μηχανικά.
Η σκέψη μου αλλού, η όψη μου απελπιστική και άρχισε να γέννα κιόλας ερωτηματικά που δεν ήμουν έτοιμη να απαντήσω ακόμα.
Άλλη μια φορά, ο φύλακας – άγγελός μου εκεί. Πλάι μου. Να σηκώνει το βάρος της καρδιάς μου.
Βράδυ Παραμονής.
Το μόνο που θυμάμαι είναι παιδικές φωνές, να παίζουν και να γελάνε γύρω μου κι εμένα βυθισμένη σε έναν καναπέ.
Άνοιγα τα μάτια μου για λίγο, αφουγκραζόμουν την χαρά και τα ξανάκλεινα, γιατί δεν άντεχα να τα κρατήσω πια στεγνά.
Πληκτρολόγησα ένα μήνυμα. Σε σένα.
“Τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο έτσι.”
Λαχταρούσα μια απάντησή σου. Μια ανάσα, λίγο οξυγόνο για να αντέξω.
“Να περάσετε καλά.”
Μόνο αυτό έγραψες.
Έκλεισα τα μάτια μου ξανά. Βυθίστηκα άλλη μια φορά. Δεν ένιωθα τίποτα. Μόνο πόνο.
Χριστούγεννα.
Τραπέζι γιορτινό, μα μέσα μου χάος.
Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσω να μοιράζω τα “δώρα” μου στους ανθρώπους μου. Με τι κουράγιο;
Δεν είχαν ιδέα. Μάζεψα όσο μου είχε απομείνει. Από κάπου έπρεπε να κάνω την αρχή και την έκανα.
Σοκαρισμένοι, με άκουγαν.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει πια.
Η βραδιά τελείωσε κι εγώ έκλεισα τα μάτια, αναζητώντας απελπισμένα ένα θαύμα.
Ξημέρωσε, μα το θαύμα δεν ήρθε.
Γέμισα την μέρα μας, για να μην προλαβαίνω να σκέφτομαι.
Κι εκείνη η ψυχή, ακούραστα δίπλα μου. Κι εσύ, εξαφανισμένος. Κι όλο λύγιζα.
Γυρίσαμε κατάκοποι.
Μα η κούραση μέσα μου, ήταν πάντα πιο δυνατή από την σωματική.
Άλλο ένα βράδυ, άλλη μια ευχή που έκανα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, με την ελπίδα να σε αγγίξει, να σε φτάσει.
Ξύπνησα από τον ήχο του κινητού.
Δεν πίστευα αυτό που διάβαζα, δεν ήξερα πως να αντιδράσω πια.
Είχε πραγματικά γίνει το θαύμα που ήλπιζα;
Δεν ήξερες τι πίστευα ότι μου χάριζες εκείνη την στιγμή. Δεν μπορούσες να ξέρεις και δεν θα μάθεις ποτέ.
Δύο μηνύματα, ικανά να μου γυρίσουν πίσω την ζωή που έχανα μέρα την μέρα.
Πόσο έξω έπεσα;
Πόσο λίγο κράτησε;
Πόσες φορές ακόμα θα με σκότωνες από τότε;
Δεν είχα ιδέα εκείνη την στιγμή.
Ήμουν ήδη μαζί σου, δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε άλλο.
Τρεις μέρες μας χώριζαν μόνο.
Τρεις μέρες, για να δω στα μάτια σου την αλήθεια.
Ξημέρωσε εκείνη η μέρα.
Η μέρα της επιστροφής μας.
Οι βαλίτσες έτοιμες, στην πόρτα.
Κι εγώ πίσω από αυτή, να σε περιμένω σαν μικρό παιδί.
Έφτασες. Με πλησίασες. Χάθηκα στην αγκαλιά σου κλαίγοντας.
Αυτή σου την αγκαλιά, δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Ήταν και η τελευταία αγκαλιά που μου έδωσες. Η πιο γεμάτη αγκαλιά που πήρα ποτέ από σένα.
Λίγες μέρες αργότερα, όλα τέλειωσαν.
Το θαύμα μετατράπηκε σε μια βιαστική, λάθος απόφαση που πήρες κάτω από συναισθηματική φόρτιση κι εγώ άλλη μια φορά πέθαινα.
Τώρα πια, ήξερα πως δεν υπήρχε γυρισμός.
Ούτε και θαύμα των Χριστουγέννων υπήρχε.
Μόνο ανθρώπινες αποφάσεις υπάρχουν.
Ικανές να δώσουν ή να αφαιρέσουν ζωές.
Τα Χριστούγεννα πάγωσαν για μένα.
Κι όσα έχουν ακολουθήσει, στριμώχνονται κάθε χρόνο σε βαλίτσες μοιρασμένες.
Βαλίτσες που ακόμα δεν γέμισα με τα δικά μου χέρια.
Βαλίτσες που δεν επέλεξα εγώ προορισμό για να γιορτάσω.
Και αυτή είναι η μοναδική μου ευχή φέτος.
Να γεμίσω την βαλίτσα μου, με τα δικά μου χέρια.
Να κλείσω μέσα της, τα δικά μου Χριστούγεννα.
Να επιλέξω για μια φορά, εγώ τον προορισμό που θα ζεστάνει την καρδιά μου.
Μαρία Μαραγκού
Post Views: 4