Βαδίζοντας στη λεωφόρο των κλεμμένων ονείρων
Σε λάθος τόπο τη λάθος εποχή γεννηθήκαμε καλέ μου. Όχι, δε χλευάζω τη γενιά μου, προς Θεού, ούτε κατακρίνω κανέναν. Είμαστε άλλωστε οι επιλογές μας και ο συμβιβασμός είναι αυτή που υποσυνείδητα διδαχθήκαμε ως ασφαλέστερη. Συμβιβαστήκαμε αγαπημένε μου, στη ζωή που μας σέρβιρε η τελευταία γενιά αξιοπρέπειας. Ή γενιά της διαφθοράς. Μάλλον η γενιά της διαφθοράς που επέτυχε να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή, με αντάλλαγμα τα όνειρα μας.
Όχι, όχι τα συμβατικά όνειρα, εκείνα που έπλασαν άλλοι για εμάς και θα τα υλοποιούσαμε μέσα από εξετάσεις πανελλαδικές και στη συνέχεια με μερικά μεταπτυχιακά που θα διακοσμούν τοίχους θλίψης και λησμονιάς. Μιλάω για τα αληθινά όνειρα, τότε που παριστάναμε τους ήρωες που θα θέλαμε να γίνουμε. Εκείνα τα όνειρα, που όταν αντιληφθήκαμε ότι πλιατσικολογούνται με το επιβεβλημένο κόψιμο των φτερών μας, πριν εκείνα ανοίξουν με αρκετή δύναμη για να μας κρατήσουν στα ουράνια, από ένα σύστημα το οποίο χυδαία μας ανάγκασαν να ασπαστούμε. Και τότε, ακόμα και όταν με κομμένα φτερά αποφασίσαμε να εξεγερθούμε, με μόνο μας όπλο την αφοσίωση σε μισοσβησμένα όνειρα που “εκείνοι” προσπάθησαν με βία να αφανίσουν και την ορμή της εφηβείας να μας κάνει να νιώθουμε άτρωτοι στα πυρά της νέας τάξης πραγμάτων, την ύστατη στιγμή, κατεβάσαμε τα όπλα και βαφτιστήκαμε “Επαναστάτες της δεκάρας” ή “του καναπέ”.
Έτσι είναι φίλε μου… και τώρα έμεινες μόνος να πολεμάς με τα δικά τους όπλα, μιας και τα δικά σου, τα έθαψες εσύ ο ίδιος και ξέχασες να αφήσεις σημάδι για να τα ξεθάψεις την ημέρα που θα επέλεγες να αυτοκτονήσεις στο όνομα μιας χαμένης αξιοπρέπειας. Θέλησες λοιπόν να φανείς εξυπνότερος αυτών και να πολεμήσεις κατά τους επί ίσοις όροις. Συγχαρητήρια αγαπημένε μου. Ήθελες να τους αφανίσεις, μα δεν έχει καμία σημασία πια αν θα τα καταφέρεις. Ακόμα κι αν το πετύχεις, η φάρα τους συνεχίζεται με εσένα.
Τι; Δεν το κατάλαβες; Έγινες ένας από αυτούς ωραίε μου. Συνεχιστής της διαφθοράς, του καπιταλισμού, παιδί του facebook και των social media. Σε κατεύθυναν άριστα, εκεί που ήθελαν εξαρχής να σε πάνε. Τι, διαφωνείς; Όμορφα. Ας προβούμε εγώ κι εσύ φίλε, χωρίς να κρυβόμαστε, σε ένα κοινωνικό πείραμα, το οποίο κάποιοι αποκαλούν και εξομολόγηση.
Θυμάσαι που ήθελες να βρίσκεσαι όταν ήσουν δέκα ετών και έπαιζες αμέριμνος με ματωμένα γόνατα στην αλάνα που πλέον έχει χτιστεί κάποιο πολυκατάστημα; Ωραία. Πήγαινε λοιπόν σε εκείνο το μέρος, άναψε ένα τσιγάρο εφόσον είσαι καπνιστής, και αναπόλησε. Ωραία. Τελείωσες; Τώρα πες μου, ειλικρινά, μιας και θα μείνει μεταξύ μας. Υπάρχει κάτι από εκείνον τον πιτσιρικά να θυμάσαι; Θυμάσαι; Καλύτερα να μη θυμάσαι, γιατί μάλλον απέχεις χιλιάδες μίλια από εκείνο που ονειρευόσουν να γίνεις. Και μη μου πεις ότι έφταιγαν οι συγκυρίες, το κακό timing και οι ανάγκες της καθημερινότητες. Εγώ κι εσύ φταίγαμε, επειδή πολύ απλά συμβιβαστήκαμε.
Τι; Κάνω λάθος; Εάν κάνω λάθος επειδή παραμένεις υπερβολικά περήφανα εγωιστής και δεν μπορείς να το παραδεχτείς, δε μπαίνω καν στον κόπο να σε λυπηθώ. Έχω αναλωθεί πολύ για να αναλωθώ και σε αυτό. Εάν όμως είσαι ένας από εκείνους που έγιναν αυτό που οραματίζονταν στα δέκα, τότε αδερφέ, πρέπει να σου σφίξω το χέρι και με ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού μου, που δε θα κυλήσει ποτέ, εξαιτίας του χαμόγελου περηφάνιας που μου χάρισες, θα σε χτυπήσω στον ώμο και απλά θα παραδεχτώ, πως είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος… ένας επαναστάτης, που απλά δεν έπεσες όταν προσπάθησαν να σε γκρεμίσουν και… ναι, κέρδισες…
Βαγγέλης Βουραζάνης