Ερήμωσαν τα σ’ αγαπώ

Αγρίεψε ο καιρός και τα βάζει με Θεούς και δαίμονες έτσι όπως λυσσομανάει.
Τρομάζει τα πουλιά που έτρεξαν τρομαγμένα να κρυφτούν, έπαψαν να κελαηδούν και εμένα αυτήν την ώρα που χαράζει μου κρατούσαν συντροφιά. Η μελωδίες που βγάζουν αυτές τις πρώτες πρωινές ώρες είναι το πιο γλυκό νανούρισμα.
Στον δρόμο δεν βλέπεις πια ανθρώπους εκτός από το πρωί που τρέχουν πανικόβλητοι όλοι για τις δουλειές τους.
Τις άλλες ώρες φοβούνται μην κρυώσουν και κλειδώνονται στα σπίτια τους χωρίς να έχουν επαφή με τον έξω κόσμο.
Ερημιά παντού συναντάς.
Στους δρόμους που τύχη να δεις κανένα ζώο.
Κι αν κάποιο φανερωθεί από το πουθενά τρέχοντας περνά κι αυτό από μπροστά σου ψάχνοντας κάπου να κρυφτεί για να ζεσταθεί.
Ερημιά και μαυρίλα μόνο υπάρχει.
Σαν κι αυτή που βλέπεις αν σηκώσεις τα μάτια σου και κοιτάξεις προς τον ουρανό.
Ερημιά σαν κι αυτήν που έχουν οι άνθρωποι στην ψυχή τους αφού φοβούνται να τολμήσουν.
Ερήμωσαν τα θέλω τους και τα ευνούχισαν.
Ερήμωσαν τα χαμόγελα τους και τα έσβησαν.
Ερήμωσαν την ψυχή τους και την σκότωσαν.
Ερήμωσαν τα σ ‘αγαπώ τους και τα στέρεψαν.
Πόσο μπορεί να αντέξει κάποιος ζώντας άδειος, έρημος;
Χωρίς ένα χάδι.
Χωρίς καν όνειρα.
Χωρίς κάποιον να του κρατά το χέρι.
Δεν μπορεί ούτε μια μέρα.
Εγώ σας το υπογράφω.
Πεθαμένος είναι και απλά δεν το ξέρει.
Νομίζει ότι ζει επειδή ακούει την ανάσα του.
Πεθαμένος είναι μην σας ξεγελάει.
Απλά υπάρχει..
Υπάρχει για να μην αδειάζει ο τόπος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *