“Ποιος είσαι;”
Ποιος είσαι; Αυτά τα μάτια κάποιον μου θυμίζουν… Μήπως κάπου έχουμε γνωριστεί; Κοιτάζω μέσα τους με απορία! Το σκούρο χρώμα τους, θυμίζει στάχτες, στο βάθος τους βλέπω συντρίμμια. Ναι, σίγουρα τα έχω ξανά δει αυτά τα μάτια.
Τότε που δεν είχε επέλθει ο όλεθρος, όταν ακόμα κατοικούνταν από ζωή. Θυμάμαι μια σπίθα να τα χρωματίζει, ω ναι! Δύσκολα ξεχωρίζεις το μυστήριο απ’ την καταστροφή. Σε αγγίζω σε χειραψία, θυμήθηκα πως έτσι σε χαιρετούσα κάποτε. Τα χέρια σου που άλλοτε ήταν ζεστά από τη θέρμη του πολέμου σου, τώρα είναι παγωμένα. Ηττημένα.
Το άγγιγμα σου φοβικό. Το άρωμά της σάρκας σου που κάποτε ήταν εθιστικό, τώρα ζέχνει κάτι τοξικό. Κάποτε στα χείλη σου ζωγραφίζονταν ένα χαμόγελο. Εννοώ… αληθινό. Τώρα οι άκρες των χειλιών σου κοιτάζουν χαμηλά λες κι από κει άδειασε όλη η ψυχή από μέσα σου. Κάποτε έκλαιγες στην απελπισία σου που κάποιος σε καταλάβαινε, τώρα πια, δεν υπάρχει κανείς να κατανοήσει το κενό σου.
«Πώς είσαι»; Προσπάθησα να κρύψω τη σοκαρισμένη μου όψη. «Καλά ευχαριστώ» χαμογέλασες άνετος. «Χαίρομαι για σένα» απάντησα. Βλέπεις δεν ήθελα να σου χαλάσω την ψευδαίσθηση ό,τι καταφέρνεις να κρύβεσαι. Ξέρεις, ακούγεσαι τόσο άκομψος, όσο ένας τοξικομανής που ζητιανεύει στο τρένο παίζοντάς το απολυμένος υπάλληλος που θέλει να ταΐσει τα παιδιά του.
Στέκεις μπροστά μου, στραγγισμένος από νόημα, φιγουράρωντας με μια χροιά υπερηφάνειας, για το πόσο όμορφα γυαλίζουν στο πάτωμα τα χιλιάδες κομματάκια των σπασμένων σου προσδοκιών. Των κομματιασμένων σου θέλω. Αυτό είναι ό,τι πιο κοντά σε χρώμα σου απέμεινε. Ό,τι πιο κοντά σε συναίσθημα. Κομματάκια τόσο μικρά, που είναι αδύνατο να αντικατοπτρίσουν επάνω τους το είδωλό σου, απαλλάσσοντάς σε μια για πάντα από την εικόνα σου.
Αντέστρεψες τη φυσική ροή της ζωής σου και βάφτισες το αφύσικο, ιδανικό. Ύψωσες τοίχους ίσα με το Θεό, έφτιαξες το δικό σου άβατο, μα αντί να προστατευτείς μέσα σ’ αυτό, ξεχαρβάλωσες την καρδιά σου και την πέταξες. «Και πάλι χάρηκα» σου είπα φεύγοντας, μα αν θες να μάθεις δε χάρηκα καθόλου. Δεν είναι εύκολο να αντικρίζεις στα μάτια την καταστροφή.
Μαρία Χαρίτου