Σ’ ένα παράθυρο αδιάφορο
Ξέρεις, είναι παράξενο.
Πέρασε αρκετός καιρός, με όλη τη σχετικότητα που συνεπάγονται ετούτες οι δυο λέξεις.
Βλέπεις, είναι φορές που αισθάνομαι πως τ’ άφησα όλα πίσω μου αιώνες πριν.
Κι άλλες φορές, που νομίζω πως στέκομαι ακόμη σ’ εκείνο το παράθυρο μπροστά.
Ένα παράθυρο, που όσοι κι αν είχαν περάσει από κει, το πιθανότερο είναι πως κανένας ποτέ δεν το είχε προσέξει.
Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, εδώ που τα λέμε.
Ούτε καινούριο και μοντέρνο ήταν, ούτε από εκείνα τα εντυπωσιακά των παλιών γραφικών κτισμάτων μιας άλλης εποχής.
Ένα παράθυρο, απλώς αδιάφορο.
Όχι για μένα όμως, αφού του έμελλε μες στις γωνίες του να σφηνώσει ματωμένο το όνειρο μου.
Πάνω στο τζάμι του, σαν ιδρώτας να κυλήσει σιωπηρό το δάκρυ μου.
Και απ’ το μισάνοιγμά του, ένα δειλό αγέρι να πάρει το λυγμό και τη φωνή μου μακριά.
Έτσι, άθελά του, έγινε σωτήρας μου.
Να μη με δεις.
Να μη μ’ ακούσεις.
Τον πόνο μου να μην αφουγκραστείς.
Κι έγινε και Καιάδας της μάταιας προσμονής μου.
Κι έγινε και τάφος και ανάσα και φυγή.
Συχνά πια στέκομαι μπροστά σ’ αυτό το παραθύρι το αδιάφορο..
Και κοιτώ τη νύχτα, που ντύνει στα μαύρα τους θλιβερούς γκρίζους τοίχους απέναντι.
Κοιτώ, σαν σε νουάρ ταινία, την πλάνη που σαν ιστός με άρπαξε και με εγκλώβισε στο άψυχο κενό σου.
Κοιτώ το ψέμα σου, να ζητάει αναίσχυντα τη δική μου τη συγνώμη.
Κοιτώ τις στιγμές που λιγοστεύουν δραματικά, χωρίς να βγαίνει άκρη καμιά.
Κοιτώ τις τόσες απορίες και ερωτήσεις μου, που λαχταρούσαν για απαντήσεις, να στριφογυρίζουν τώρα σαν αλλόφρονα φαντάσματα, σε μια εξώκοσμη και παρανοϊκή χορογραφία.
Καρφωμένη θαρρείς στο πάτωμα, μένω μπροστά στο παραθύρι το στερνό.
Και βλέπω εσένα.
Βλέπω εσένα, ανέκφραστο και παγερό.
Κίβδηλο μα και δειλό.
Φυγόπονο κι ανεύθυνο.
Κακοφτιασιδωμένο, σε μια παράσταση τρίτης κατηγορίας, όπου ο μόνος που θα επευφημήσει και θα χειροκροτήσει στο τέλος θα ‘σαι εσύ.
Βλέπω εσένα λοιπόν,
παρώντα – απώντα, και στο τώρα και στο πριν και στο αύριο.
Βλέπω παιδαριώδεις δικαιολογίες, μικρόψυχους φόβους και εκνευριστικές αντιφάσεις να παρελαύνουν μπροστά μου και να με εμπαίζουν, που κατάφεραν και με θυματοποίησαν.
Και μένω εκεί…
Μπροστά σε κείνο το παράθυρο, που μοιάζει πλέον με κορνίζα και το θέμα που πλαισιώνει είμαι εγώ.
Και ατενίζω και εμένα.
Να ξαναγεννιέμαι,
να ελπίζω,
να περιμένω,
να θυμώνω,
να παρεκτρέπομαι,
να πονάω,
να αγωνίζομαι,
να με υπερβαίνω,
να ανατρέπω
και πάλι απ’ την αρχή.
Για σένα όλα.
Ξανά και ξανά απ’ την αρχή, για σένα όλα!
Κοιτάζω εμένα λοιπόν, να με γκρεμίζεις δίχως έλεος στο πουθενά, μια γλυκιά Φθινοπωρινή νύχτα.
Κοιτάζω εμένα, να καταρρέω δίχως κραυγή, δίχως άμυνες, δίχως ζωή στα σωθικά μου.
Κοιτάζω εμένα.
Μόλις που φαίνομαι αμυδρά, στους τοίχους τους απέναντι, που γίνανε καθρέφτες.
Κι ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς ο καπνός απ’ το τσιγάρο μου, οι στάχτες απ τη φωτιά μας, που άδοξα έσβησε νωρίς, να αιωρούνται ακατάστατα.
Ανάμεσα μας η σκόνη από τις ποδοπατημένες, μα άλλοτε όμορφες, λέξεις μας.
Μα ο καιρός περνά κι ο χρόνος τιμωρεί σαν τον ξοδεύεις άδικα σ’ ένα παράθυρο μπροστά.
Κουράστηκαν τα μάτια να κοιτούν τη νυχτιά και να δακρύζουν ερημιά.
Θαρρώ πως ήρθε η ώρα να το κλείσω.
Να το σφραγίσω οριστικά, τη σκοτεινιά αφήνοντας απ’ έξω του,
οράματα και μνήμες που πονάνε να πάψω ν’ αντικρίζω.
Κρυώνω!
Σκέπασε με.
Αστεία αστεία είναι Χειμώνας πια!
Κι ήμουνα καιρό μπροστά σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό, να περιμένω να ξημερώσει η κρύα νύχτα.
Σκέπασέ με, που σου λέω λοιπόν!
Ύπουλος ήταν ο καιρός και την άρπαξα καλά.
Και κρυώνω.
Κρυώνω πολύ!
Σκέπασε με και μην ανοίξεις εκείνο το παράθυρο ποτέ ξανά!
Κατερίνα Πανταλέων