Άκου μεγάλε άνθρωπε
Απόψε θέλω να σου μιλήσω! Εσένα λέω, μεγάλε άνθρωπε, εσένα που αποφασίζεις για το μέλλον μου χωρίς να με κοιτάξεις ποτέ στα μάτια.
Γιατί μεγάλε άνθρωπε πεινάνε τα παιδάκια; Γιατί πονάνε; Γιατί κλαίνε; Γιατί διψούν; Γιατί ενώ εγώ κάθε πρωί δεν ξέρω ποιο ρούχο να διαλέξω ένα παιδάκι σαν και μένα, κάπου στον κόσμο, είναι γυμνό; Και γιατί ενώ εγώ έχω στο τραπέζι μου ένα σωρό καλούδια εκείνο το παιδάκι, εκείνο λέω, που είναι σαν και μένα,ψάχνει στα σκουπίδια για λίγα ψιχουλάκια; Γιατί μεγάλε άνθρωπε,γιατί όταν γελάω κάπου στον κόσμο ένα παιδάκι σαν και μένα κλαίει φοβισμένο; Ξέρεις, είμαι σίγουρο ότι θα τρόμαξε από εκείνο τον δυνατό θόρυβο που άκουσε, το ξέρω επειδή και εγώ φοβάμαι τους θορύβους. Μόνο που ο θόρυβος που τρόμαξε εκείνο το παιδάκι γκρέμισε και το σπίτι του. Διέλυσε και τα πράγματά του. Και κάπου εκεί στα χαλάσματα έχασε και την κούκλα του. Και τώρα που θα μένει εκείνο το παιδάκι που είναι σαν και μένα; Πως θα προστατεύεται από το κρύο; Που θα πλένεται; Και η μαμά του; Που είναι η μαμά του; Γιατί κλαίει το παιδάκι και ψάχνει τη μαμά του; Κάθε παιδάκι θέλει την αγκαλιά της μαμάς του! Τ΄αδέρφια του; Γιατί χωρίστηκε από τα αδέρφια του; Γιατί τα αδέρφια του δεν ξυπνάνε;
Γιατί, μεγάλε άνθρωπε, αυτό το παιδάκι που είναι σαν και μένα, ίδια ηλικία, ίδιο ανάστημα, που το μόνο που θα ήθελε είναι αγάπη και παιχνίδι, γιατί αυτό το παιδάκι να μαζεύεται σε μια γωνιά φοβισμένο αντί να τρέχει στις πλατείες; Γιατί να πονά; Κανένα παιδάκι δεν πρέπει να πονά!
Και εσύ μεγάλε άνθρωπε γιατί δεν με κοιτάς στα μάτια; Γιατί δεν με ακούς που σου μιλώ; Είναι φαίνεται αδύναμη η φωνή μου, δεν με ακούς…
Δε με βλέπεις. Γιατί δεν σκύβεις στο ύψος μου; Δεν σε ενδιαφέρω γι’αυτό.
Ούτε σε νοιάζει που εγώ μέσα μου κλαίω για το παιδάκι που είναι σαν και μένα, που κάπου στον κόσμο υπάρχει και που θέλω να το πάρω απ΄το χέρι να παίξουμε μαζί.
Σταμάτα λίγο μεγάλε άνθρωπε,άσε κάτω το όπλο σου, ξεκουράσου.
Δεν κουράστηκες να μισείς; Και σκύψε λίγο να σου πω γιατί δεν μπορείς αλλιώς να με ακούσεις:
Κάποτε ήσουν και εσύ παιδί.Και όταν άκουγες δυνατούς θορύβους φοβόσουν. Και τραβούσες από την ποδιά τη μαμά σου να μη σου φύγει γιατί δεν μπορούσες μακριά της. Κάποτε και εσύ ήσουν σαν και μένα. Θυμάσαι; Εκείνο το παιδί που ήσουν τότε κλαίει. Και πονάει. Και φοβάται. Σταμάτα να μισείς μεγάλε άνθρωπε και άσε μας να πιαστούμε όλα τα παιδιά από το χέρι. Άσε μας να μπορούμε να γελάμε όλα μαζί και να μην μας τρομάζει τίποτα. Και τότε θα δεις, το παιδάκι που ζει μέσα σου, εκείνο που ήσουν, θα σου χαμογελάσει! Θα σε πάρει από το χέρι και θα σε φέρει κοντά μας.
Και επειδή θα είσαι πια στο ύψος μας θα μπορείς να ακούσεις τις φωνές μας.Θα μπορείς να μας παρατηρήσεις, να χαρείς με τα τραγούδια μας.Και επιτέλους επειδή θα είσαι πια σαν και εμάς θα μπορείς να μας κοιτάξεις στα μάτια.
Εύα Κοτσίκου