Η βρωμιάρα
Ουστ από εδώ, βρωμιάρα, ακούστηκε η φωνή του κοντόχοντρου ιδιοκτήτη των υψηλών προδιαγραφών καφενέ της συνοικίας.
Ουστ από εδώ, επανέλαβαν κάτι πιτσιρίκια μιμούμενοι τον κοντόχοντρο.
Βρω -μιά-ρα, βρω-μιά-ρα, συνέχισαν με ζήλο και ρυθμό να τραγουδούν.
Μα να ανακατεύει τον κάδο δίπλα απο τον καφενέ; Τσίπα δεν είχε απάνω της τούτη η βρώμα;
Ουστ,είπε ο κοντόχοντρος.
Ουστ, επανέλαβαν τα πιτσιρίκια.
Η Μπία δεν έδωσε σημασία. Έχωσε ακόμα πιο βαθιά τα χέρια στον κάδο και τράβηξε με δύναμη ένα μαύρο πλαστικό σακούλι. Το άνοιξε με προσοχή και έπιασε μέσα του να ψάχνει για τενεκεδάκια.
Μέχρι το βράδι, θα τα είχε καταφέρει να μαζέψει ένα συγκεκριμένο αριθμό από δαύτα. Με τα χρήματα που θα έπαιρνε θα αγόραζε τροφή για τα αδέσποτα γατιά.
Βρω – μιά-ρα, βρω-μιά-ρα. Οι φωνές των πιτσιρικάδων δυνάμωναν στα αυτιά της.
Φόρτωσε στο καροτσάκι της τα τενεκεδάκια. Τοποθέτησε τα πλαστικά σακούλια στον κάδο. Έκλεισε το καπάκι.
Βρω – μιά-ρα, βρω-μιά-ρα. Οι φωνές.
Αύριο, είπε στην Κανέλα, τον Μούργο και την Αφρούλα που της κρατούσαν παρέα νιαουρίζοντας. Έσκυψε και τα χάδεψε.
Βρω – μιά-ρα, βρω-μιά-ρα. Και πάλι οι φωνές.
Έκλεισε τα μάτια.
Αύριο, είπε πάλι στα γατιά, χαμογελώντας. Και αυτά της φίλησαν τα χέρια.