Ήθελα απλώς ν’ αγαπηθώ
Σαν να βλέπω. Καθισμένη στον καναπέ σου. Απέναντι από το τζάκι Το τζάκι,το σβηστό πόσο καιρό τώρα και επίτηδες με τις στάχτες εκεί. Ακόμα εκεί. Βαριά η ατμόσφαιρα. Μυρίζει κλεισούρα. Μπόχα από τα τσιγάρα. Μια ακανόνιστη στοίβα τα τσιγάρα το τασάκι. Άλλα σβησμένα στο πάτωμα. Θυμάσαι; Σίγουρα θυμάσαι. Πόσα κορμιά έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους,τον ιδρώτα τους σε αυτόν το καναπέ; Μόλις νιώσεις πως θες να χαλαρώσεις,ντύνεσαι και φεύγεις. Προσταγή. Δεν άντεχες στην ιδέα.
Κανένας πια δεν θα με ξανά κρατήσει αγκαλιά. Και έτσι τους έδιωχνες.Κάθε μέρα και ένας άλλος. Έφτασε μόνο μία κούφια υπόσχεση εκείνου τότε. Ένα για πάντα μαζί. Καταδίκη. Θυμάσαι; Σίγουρα θυμάσαι. Να ξεχάσεις προσπάθησες. Καρδιά πέτρινη πια. Σε κάθε ανάσα σου που βρωμάει αλκοόλ, ακούς και ένα ακόμα ράγισμα. Τον χρόνο περιμένεις μόνο. Βρωμιά. Έτσι νιώθεις. Βρώμικη. Και αφού για εκείνον ήμουν μια ακόμα, έτσι θα πάει η ζωή από δω και πέρα. Άδεια. Κανένα συναίσθημα. Λίγες ώρες ευχαρίστησης. Με κάποιον ξένο, που θα ψωνίσεις στο παρακμιακό καταγωγι κάπου εκεί στο τέλος της Αχαρνών. Τι έγινε μωρέ, το τέλος της μέρας σου; Οι επιλογές της ζωής σου δεν ήταν; Γιατί ξαφνικά έγιναν θηλιά στο λαιμό που ολοένα και σε πνιγούν; Θυμάσαι; Δεν μπορεί να μη θυμάσαι. Καθώς έπεφτε το καυτό νερό επάνω σου,τρίβοντας με μανία το δέρμα σου,μπας και βγαλεις από πάνω σου το ρεζίλι σου.
Τι μονολόγησες θυμάσαι; “Μην τυχόν και έρθει η μέρα που κλάψεις για ότι θα μπορούσες να έχεις να το σκότωσες από υπεροψία. Τίποτα δεν θα μπορείς να αλλάξεις τότε.”, θυμάσαι; Πώς δεν θυμάσαι. Τουλάχιστον δεν κορόιδεψα κανέναν τους λες. Όπως έκανε αυτός σε εμένα. Κατάρα. Ήθελα να αγαπηθώ. Δεν ζήτησα πολλά και είχα τόσα να του δώσω. Πέρασε η ώρα. Στάχτες.. Νύχτωσε. Άνοιξε το ραγισμένο παράθυρο και άσε τον αέρα να μπει. Να ανασηκώσει τις στάχτες από τα τζάκι και εσύ πάλι χαμένη να κοιτάς έξω. Μήπως κάπου εκεί στο σκοτεινό σοκάκι, δεις τη λάμψη από το φεγγάρι που σου έταξε.
Ιωάννα Νικολαντωνάκη