Όσο και να νίπτεις τας χείρας σου, δε θα είσαι καθαρός από του αίματος…”
Σκεπτόμενοι την έλευση της εορτής του Πάσχα, όλοι έχουμε κατά νου τη Στάυρωση, την Ανάσταση και φυσικά την προηγηθείσα προδοσία του Ιούδα.
Παροιμιώδης παρουσία των ευαγγελικών περικοπών, ο Ιούδας έγινε συνώνυμο της προδοσίας και το φιλί του σύμβολο του πισώπλατου μαχαιρώματος.
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο Ιούδας.
Στο Σύμβολο της πίστεως που διαβάζεται σε κάθε ακολουθία στους ναούς, κατονομάζεται ένα πρόσωπο εκτός από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
«Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου».
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος επίτροπος (de facto έπαρχος) της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, υπηρετώντας υπό τον αυτοκράτορα Τιβέριο από το 26 έως το 36. Είναι περισσότερο γνωστός σήμερα επειδή το όνομά του συνδέθηκε με τη δίκη και τη σταύρωση του Ιησού Χριστού.
Οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας τον Πιλάτο, όπως τον περιγράφουν οι ευαγγελικές περικοπές, ως αυτόν που προσπαθεί να επηρεάσει το πλήθος απέναντι στον Ιησού, ώστε να απαλλαγεί από την τελική εκτέλεση και που συναινεί μόνο όταν το πλήθος αρνείται να υποχωρήσει.
Εν τέλει σε μία συμβολική κίνηση, «νίπτει τας χείρας του», θέλοντας να αποποιηθεί της προσωπικής ευθύνης για την καταδίκη του Χριστού.
Αλήθεια, ξεπλένεται έτσι εύκολα αυτή η ευθύνη;
Καθαρίζοντας τα χέρια, καθαρίζει λέτε και η συνείδηση; Οι ενοχές φεύγουν έτσι εύκολα;
Την εποχή της πλήρους κοινωνικής απομόνωσης, της αδιαφορίας προς τον διπλανό, του άκρατου «παρτακισμού», την εποχή που στην κλίμακα των αξιών βρίσκεται ψηλά η ιδιοτέλεια και η πιο δημοφιλής σχέση είναι η συναλλαγή, έχουμε γεμίσει από Πιλάτους.
Έχουμε γεμίσει από Πιλάτους που βλέπουν την αδικία, αλλά δεν τη φωνάζουν.
Πιλάτους που δεν καταλαβαίνουν ότι η παράλειψή τους ισοδυναμεί με πράξη, η ανοχή τους με επιδοκιμασία του κακού.
Πιλάτους που θυσιάζουν τον Ιησού, για να παραμείνουν ευάρεστοι στους αρχιερείς.
Πιλάτους που δε θέλουν να ξεσηκώσουν τη μήνυ του πλήθους, για να μη λερώσουν με άλλη μία εξέγερση τη σελίδα της περιπετειώδους διακυβέρνησής τους.
Από Πιλάτους πολιτικούς άλλο τίποτα, σα να τους παράγουμε μαζικά.
Πιλάτους δικαστές, αξιωματούχους.
Πιλάτους γείτονες, φίλους, συντρόφους.
Πολίτες και ψηφοφόρους.
Ανθρώπους που με την πεποίθηση ότι η δική τους συμβολή δε διαμορφώνει το αποτέλεσμα, δεν επηρεάζει το τέλος, διαλέγουν την εύκολη λύση της σιωπής, της αδράνειας, της αποχής.
Ανθρώπους που φόρεσαν οικειοθελώς τις παρωπίδες και δε βλέπουν πέρα από τα λίγα τετραγωνικά της δικής τους ύπαρξης.
Ανθρώπους δειλούς, που ενώ πιστεύουν σε κάτι- ο Πιλάτος στην αθωότητα του Ιησού- τελικά δίνουν με (φαινομενικά) βαριά καρδιά τη συγκατάθεσή τους για το έγκλημα.
Ανθρώπους, πρότυπα υποκρισίας, γιατί πιστεύουν ότι δε φταίνε , και προσπαθούν να πείσουν και τους άλλους γι’ αυτό.
Ανθρώπους θρασύδειλους, που από φόβο μη χάσουν προνόμια, αξιώματα, την απλή βολή τους, δε διστάζουν να βάλουν την υπογραφή τους στην αδικία, προσποιούμενοι ότι αναγκάζονται, ενώ στην ουσία τούτο γίνεται αδιαμαρτύρητα.
Ανθρώπους που όταν είναι η κρίσιμη στιγμή να πουν τη μία λέξη, να κάνουν τη διαφορά, πετάνε το μπαλάκι στο εκάστοτε ανώνυμο πλήθος, να λάβει αυτό την απόφαση.
Ανθρώπους που κόβουν βόλτες στα σύγχρονα πραιτώρια, τάχα μου και δήθεν ότι αναζητούν λύση για τη σωτηρία, ενώ είναι αποφασισμένοι να μην κάνουν τίποτα.
Ανθρώπους που νομίσουν πως με ένα κανάτι νερό διώχνουν τις Ερινύες από την ψυχή.
Αν δεν υπήρχαν οι σύγχρονοι Πιλάτοι, η υποκρισία, η συκοφαντία, η διαφθορά, η ηθική σήψη, η ρουσφετολογία, η λάσπη δε θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος.
Το κακό έρχεται σε πολλές μορφές και η αδικία συχνότατα από αυτούς που έχουν οριστεί να αποδίδουν δικαιοσύνη.
Κι έτσι κοιμόμαστε όλοι ήσυχοι…
Αντί επιλόγου οι στίχοι του μεγάλου Γιώργου Σεφέρη (Επί σκηνής, Ε΄ ):
«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε με το προσάναμμα και το δαυλό;
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα, το βρέφος και το σπίτι;
Ποιος έφυγε χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Καθένας νίβει τα χέρια του και τα δροσίζει.
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε.»
Ανθή Γεώργα