Κόκκινες, μικρές γαλότσες

Περιμένω το λεωφορείο στη στάση ενώ βρέχει καταρρακτωδώς. Οι δρόμοι άδειοι σχεδόν και όσοι άνθρωποι έχουν απομείνει έχουν μαζευτεί κάτω από υπόστεγα και προσπαθούν να προφυλαχθούν από την άγρια μπόρα. Ανάβω ένα τσιγάρο. Καθώς φαίνεται θα αργήσει να έρθει το ρημάδι.

 

Θέλω να πάω σπίτι μου είμαι κουρασμένη, πεινάω, νυστάζω, θα με περιμένουν τα παιδιά να τα διαβάσω -ήμαρτον, χωρίς εμένα τίποτα πια δεν μπορούν να κάνουν σωστά- σκέφτομαι και δυσανασχετώ. Για λίγο το κεφάλι μου αδειάζει και το βλέμμα μου καρφώνεται σε μια κόκκινη ταμπέλα στον απέναντι δρόμο. “Έκπτωση 50% σε όλα μας τα είδη” γράφει και αναρωτιέμαι στιγμιαία τι ποσοστό έκπτωσης έχω κάνει εγώ στα όνειρά μου και τις επιθυμίες μου. Την σκέψη μου διακόπτει ένας περίεργος τύπος. Με πλησιάζει με θάρρος ενώ εγώ έχω καρφωθεί στα ανάκατα μαλλιά του. Ο τύπος πρέπει να είχε να χτενιστεί αιώνες! Φοράει καφέ κοστούμι, λευκό πουκάμισο και παπούτσια καλά και φρεσκογυαλισμένα αλλά εντελώς ξεκολλημένα  από τις σόλες τους.

 

” Έχεις και για μένα ένα;” ρωτάει. Χωρίς να απαντήσω -δεν είχα όρεξη για κουβέντες- βγάζω ένα τσιγάρο του το δίνω και σκύβει να του το ανάψω. “Ωραία μέρα ε;” λέει κοιτώντας γύρω του ενώ με το χέρι του σκουπίζει το μουσκεμένο του πρόσωπο. “Ο άνθρωπος είναι τρελός! Καημένε!” σκέφτομαι και γυρίζω το κεφάλι από την άλλη. “Εσύ σίγουρα θα πιστεύεις τώρα ότι είμαι τρελός ε; Χαχα! Καημένη!” λέει δυνατά και γελάει. Αγριεύομαι στη σκέψη ότι διαβάζει το μυαλό μου και τον κοιτάω σοκαρισμένη. “Ωραία μέρα λέω” εμμένει στην αρχική του άποψη για τη μέρα και συνεχίζει: “Η βροχή μου θυμίζει τότε που έβγαινα με την κόρη μου στην αυλή μας και πλατσουρίζαμε στις λακούβες. Βλέπεις όλο έλεγα ότι θα φτιάξω εκείνα τα βαθουλώματα στο έδαφος για να μην λιμνάζουν τα νερά και όλο το ανέβαλλα. Από μια μεριά καλά έκανα! Πως θα παίζαμε τσαλαβουτώντας στα νερά αν δεν ήταν εκεί αυτές οι λακούβες; Έβγαινε τότε η γυναίκα μου και μας φώναζε γλυκά να μπούμε μέσα που είχε φτιάξει ζεστή σοκολάτα και κέικ. Τρέχαμε τότε εγώ και η μικρή στο σπίτι και διόλου δεν μας μάλωνε που κάναμε χάλια τον διάδρομο με τις πατημασιές μας. Ύστερα πίναμε τη σοκολάτα, γελούσαμε και λέγαμε ιστορίες”. Ένα “αχ” μακρόσυρτο και διαπεραστικό διέκοψε απότομα την κουβέντα του. “Και; Τι έγινε μετά; Που είναι τώρα η κόρη σου; Γιατί δεν τσαλαβουτάς μαζί της στις λακούβες της αυλής σας; Η γυναίκα σου; Δουλεύει;” τον ρωτάω με αγωνία. Και να φανταστεί κανείς ότι πριν λίγο τον απέφευγα σαν λεπρό. “Σκοτώθηκαν” απαντά με μια φυσικότητα που με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη. “Τι; Πως;” ρωτάω με γουρλωμένα μάτια και αυτόματα η καρδιά μου σφίχτηκε σκεπτόμενη τα παιδιά και τον άντρα μου. “Τις έχασα φίλη μου. Αυτοκινητιστικό. Τα κορίτσια μου έφυγαν και με άφησαν μόνο. Σοκολάτα και κέικ δεν ξαναείδα από τότε, μήτε είπα ποτέ ξανά ιστορίες πέρα από σήμερα που λέω σε σένα τη δική μου. Μόνο βγαίνω έξω όταν βρέχει και πλατσουρίζω στις λακούβες του δρόμου. Στην αυλή δε μπορώ δεν με χωράει ο τόπος. Καλύτερα στο δρόμο, έχει περισσότερη άπλα. Και ξέρεις κάτι; Πάντα δίπλα μου χοροπηδάνε δύο κατακόκκινες μικρές γαλότσες να, σαν την ταμπέλα εκεί απέναντι, βλέπεις; Και ακούω γέλια παιδικά. Και μετά εκείνη τη φωνή της…μπαμπά θα με πάρεις μια αγκαλιά να με κάνεις αεροπλάνο να πετάξω ψηλά; Και εγώ τη σηκώνω και γελάμε μαζί! Μόνο που τώρα είναι ελαφριά σαν πούπουλο, δεν τη νιώθω καν. Όμως είναι εκεί, μαζί μου. Πάω τώρα γιατί με περιμένει! Έρχομαι άγγελέ μου, έρχομαι! Έχεις άλλο ένα τσιγάρο;”

Του έδωσα όλο το πακέτο και έφυγα με τα πόδια και τρέχοντας. Έπρεπε να προλάβω! Απόψε θα τους έφτιαχνα κέικ και ζεστές σοκολάτες και θα λέγαμε όλοι μαζί ιστορίες! Πρώτα απ΄όλα όμως θα τα έσφιγγα στην αγκαλιά μου τόσο δυνατά ώστε να κολλήσουν στην καρδιά μου. “Έρχομαι αγγελάκια μου, έρχομαι!”.

Εύα Κοτσίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *